ἀρνητιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνητιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρνητιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρνητής.

Σημασιολογία

Ὁ τόπος ἔνθα μεταβαίνοντες οἱ νεκροὶ λησμονοῦν τοὺς ζῶντας, ὁ ᾍδης: Ἄσμ. Πάνε ᾿ς τῆς ἄρνης τὰ βουνά, ᾿ς τῆς ἀρνητιˬᾶς τὸν κάμπο, ἐδῶ ποτὲ δὲ σμίγουνε, ποτὲς δὲν ἀνταμώνουν Πελοπν. Νὰ πάῃ ’ς τῆς ἄρνας τὰ χωριˬά, ᾿ς τῆς ἀρνητιˬᾶς τὰ μέρη Μάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄρνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/