βρωμολούλουδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμολούλουδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Οὐσιαστικό

Γένος

Οὐδέτερο

Τυπολογία

βρωμολούλουδο τό. σύνηθ. βρουμουλούλ’δου βόρ. ἰδιώμ. βρωμολέλουδο Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ λουλούδι, παρ᾿ ὃ καὶ λελούδι.

Σημασιολογία

1) Ἄνθος εὐτελὲς σύνηθ.: ᾎσμ. Σωπᾶτε, βρωμολούλουδα καὶ βρωμοχορταράκιˬα, τὶ ἐγὼ εἶμαι τὸ τριαντάφυλλο τὸ μοσκομυρισμένο Πελοπν. 2) Ἄνθος λευκὸν καὶ ὑδροχαρὲς ὅμοιον μὲ τὸν κρίνον, περὶ τοῦ ὁποίου πιστεύεται ὅτι μόλις τὸ ἴδουν αἱ ὄρνιθες παύουν νὰ γεννοῦν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/