ἀρνίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρνίδι τό, ἀμάρτ. ἀρνίδ’ Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρνὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Θηλυκὸν πρόβατον ἡλικίας ἑνὸς ἔτους. Συνών. ἀρνάδα 2, ἀρνίσκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA