βρωμομύρμηγκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμομύρμηγκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Οὐδέτερο
Τυπολογία
βρωμομύρμηγκο τό, ἀμάρτ. βρουμουμύρμηγκου
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ μυρμήγκι.
Σημασιολογία
Μέγας μύρμηξ. Πβ. βρωμο- 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA