βρωμόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Οὐδέτερο
Τυπολογία
βρωμόξυλο τό, σύνηθ. βρουμόξ’λου Β. Εὔβ. Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ ξύλο.
Σημασιολογία
Ι) Τὸ φυτὸν ἀνάγυρος (ΙΙ) ὃ ἰδ., Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βρωμόξυλο Πελοπν. (Γορτυν.) Βρουμόξ'λα Β. Εὔβ. ΙΙ) Ξυλοκόπημα ἰσχυρόν, δαρμὸς δυνατὸς σύνηθ.: Φρ. Ἔφαγε βρωμόξυλο ἢ τοῦ ’δωσα βρωμόξυλο ποῦ θὰ τὸ θυμᾶται γιὰ πάντα. Τοῦ τραύιξα ἕνα βρωμόξυλο ποῦ θὰ τὸ θυμᾶται χρόνιˬα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Συνών. βρωμοξυλεὰ (ΙΙ). Πβ. βρωμο- 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA