ἀρνίτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνίτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρνίτσι τό, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Καππ. κ.ἀ. ἀρνίτσιν Κύπρ. ἀρνίτσ’ Μακεδ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρνὶ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσι.

Σημασιολογία

Ἀρνίον, ἀρνάκι: Φρ. Τ’ ἀρνίτσι bίτσι (τίτλος παραμυθ. περὶ ἀρνίον) Σωζόπ. || ᾊσμ. Ἀστ’ ἄκουσεν ὁ Πόρφυρος ἀρνόβοσκος ἐγένη, ἐπῆρε χίλιˬα πρόβατα καὶ πεντακόσιˬα ἀρνίτσιˬα Καππ. Σὰν ἀρνίτσι τὸν ἔπιˬασε, σὰν πρόβατο τὸν σφάζει αὐτοθ. ’Ιδῶ χίλια πρόβατα κὶ πιντακόσιˬα ἀρνίτσιˬα Μακεδ. Τ’ ἀρνὶν ἀρνίτσιν ἔκαμεν τ’ ἡ μάννα ἀπὸ πέντε Κύπρ. Συνών. ἱδ. ἐν λ. ἀρνάκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/