ἀχπαράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχπαράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχπαράζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ παλαιοῦ ἀμαρτ. ἐκσπαράττω. ᾽Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. Ἀθην. 1 (1939) 13.
Σημασιολογία
᾿Εκπλήττω, ἐκφοβίζω, ξαφνίζω ἔνθ᾽ ἀν.: ’Εβάρκιξες κ᾿ ἐχπάραξές με (ἐφώναξες καὶ μὲ ἐτρόμαξες) Κοτύωρ. Χαλδ. ᾽Εχπαράγα ἀπέσ’ ᾿ς σὸν ὕπνο μ’ Κοτύωρ. Χαλδ. Εἶδεν ἕναν ὀφίδ’ κ’ ἐχπαράεν Ἀμισ. Χαλδ. || Παροιμ. Ἄρκον πα τὰ σαράντα χρόν μίαν ἀχπαράεται (καὶ ἡ ἀρκούδα ᾽ς τὰ σαράντα χρόνια μιὰ φορὰ τρομάζει• ἐπὶ τοῦ σπανίως συμβαίνοντος) Σάντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA