βρῶμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρῶμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ἀρσενικό

Τυπολογία

βρῶμος ὁ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. βρῶμους Μακεδ. Σάμ. κ.ἀ. βρῶμο Ἀπουλ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. βρῶμος=δυσωδία τῶν ζῴων ἰδίως κατὰ τὸν χρόνον τῆς ὀχείας. Περὶ τῆς λ. ἰδ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 27 (1915) 344 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Κακὴ ὀσμή, δυσωδία Ἀπουλ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Μακεδ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σάμ. Σύμ. κ.ἀ.: Ἤβγανε ἓνα βρῶμο Κρήτ. ’Σ τὸ bοταμὸ ’χουνε ριμένο ἓνα ψοφισμένο σκύλλο καὶ δὲ bορεῖ κιˬἀνεὶς νὰ σιμώσῃ ἀπὸ τὸ βρῶμο Κρήτ. Ἀσ’ σὸ βρῶμον ᾿κ᾽ ἐπόρεσαμε νὰ δβαίνωμε (ἀπὸ τὸν β. δὲν μπορέσαμε νὰ περάσωμε) Τραπ. Πολ-λὺς βρῶμος ἔρκεται 'πουτεῖ χαμαὶ Κύπρ. || ᾎσμ. Νὰ σέ ’χαμε ᾽ς τὸν πόλεμο, ᾽ς τοῦ μπαρουτιοῦ τὸν βρῶμον, τοτεσιὰ νὰ θώρε͜ια τῆς γνῶσις σου τὸν δρόμον Κῶς. β) Μεταφ. πρᾶξις κακή, αἰσχρὰ Κύπρ. Συνών. βρωμοδουλε͜ιά Β 1. 2) Σκώληξ τις Κρήτ. Πβ. βρῶμα (ἡ)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/