γετίμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γετίμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γετίμι τό, Πόντ.(Ὄφ). γετίμιν Πόντ. (Κερασ.) γεττίμιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γετίμ᾽ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) γετίμης ἀμάρτ. γιˬατίμης Ἠπ. (Πάργ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yetim = ὀρφανός.
Σημασιολογία
Ὀρφανὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Εἷς ἄνθρωπος ἐκαϊρεύτε τὰ γετίμια (ἐκαϊρευτε = εὐσπλαχνίσθη)Ὄφ. || Φρ. Γετίμ᾽ νὰ ἐλέπω σε! (ἀρα) Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γετίμης Ἀθῆν. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Τοῦ Γετίμη τὸ Μετόχι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA