γέτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γέτσα μόρ. παρακελευσματ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. geҫ = ἀργά.
Σημασιολογία
Βλ. γκέτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA