γευτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γευτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γευτικὸς ἐπίθ. Κέρκ. ΙΙελοπν (Γαργαλ. Γορτυν.)- Λεξ. Βάιγ. γιφτ᾽κὸς Εὔβ. (Ἄκρ.) κ.ἀ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γευστικός. Ὁ τύπ. γευτικὸς καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων καλὴν γεῦσιν, ὁ εὔγευστος Εὕβ. (Ἄκρ.) κ.ἀ. Κέρκ. Πελοπν (Γαργαλ. κ.ἀ.) Λεξ. Βάιγ. Σομ Πουλὺ γίφτ᾽κὸ εἶναι τοῦ νιρὸ ᾽ποὺ τ᾽ Βίρα! Πίν᾽ς κὶ δὲ dοὺ χουρταίν᾽ς Ἄκρ. Γιφτ᾽κὸ φαΐ τὰ φασούλια, ἀλλὰ τρῶς πουλλὰ κὶ φουσκών᾽ς αὐτόθ. Συνών. γέψιμος. 2) Ὁ συντελῶν εἰς τὴν πέψιν Πελοπν. (Γορτυν.): Τὸ νερὸ τῆς βρύσης αὐτῆς ἔναι γευτικό. Ὅσο νὰ πιῇς καὶ νά ᾽χῃς φαγωμένο, πάλε πεινᾷς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/