γεφύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεφύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεφύρι τό, γεφύριν Καππ. Κύπρ. (Λάρνακ. κ.ἀ) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Νικόπ. Τραπ.) γιφύριν Λυκ. (Λιβύσσ.) γεφύρι κοιν. γεφύρ᾽ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Κοτύωρ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) γεφύρτζι Τσακων. γεθύρι Καππ. (Φάρασ.) γιφύρι Θρᾴκ. (Κέσαν. Σουφλ.) γιφύρ᾿ Ἁλόνν. Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστὴρ. Καβακλ.) Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Μεγαλόβρ. Ναθράκ. Πολυνέρ. Συκαμ. Τσαγκαρ.) Μακεδ (Βόιον Γιδ. Δαφνούδ. Καστορ Κολινδρ. Λιτόχ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρν. Ἀμφιλοχ. Κολάκ. Φθιῶτ. Φωκ.) gιφύρ᾽ Θεσσ (Ἀετόλοφ. Ἄμπελ. Καρποχώρ. Κρυόβρ. Μελιβ. Σταυρ. Συκαμν.) Μακεδ. (Βελβ. Γὴλοφ. Δεσκάτ. Κρήν. Νέον Σούλ Ριζώματ. κ.ἀ.) χιφύρ᾽ Μακεδ. (Ζουπάν.) ᾽ιφύρ᾽ Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Μακεδ. (Ζουπάν. Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) ᾽αϊφύρ᾽ Μακεδ. (Βόιον) γιˬοφύρι πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) γιˬοφύριν Κύπρ. (Λάρνακ. κ.ἀ.) γιˬοφύρζι Σκῦρ. γιˬοφύρ᾽ Ἤπ. (Ἐλληνικ. Χουλιαρ κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ. Πύργ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Τραπ.) Σάμ. (Μυτιλην.) γιˬουφύρι Μακεδ. (Δράμ.) Στερελλ. (Δεσφ. κ.ἀ.) Χίος (Μεστ.) γιˬουφύρι Δαρδαν (Λάμψακ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἄκρ. Ἱστ. Στρόπον. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ἰωάνν. Πλάκ. Σούλ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Κρυόβρ. Μοσχᾶτ. Ὀξύν. Πήλ. Τσαγκαρ.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ. κ.ἀ.) Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀνθοῦσ. Ἀρέθουσ Βόλβ. Βρασν. Αὐγερ. Βόιον Γαλατ. Ἐπανωμ. Κάλιαν. Καστορ. Κοζ. Μελέν Μοσχοπόταμ. Πεντάπ. Ροδολίβ. Σιάτ. Σέρρ. Στεφανιν. Τσοτίλ. Χωριστ. κ.ἀ.) Σαμοθρ. Σάμ. Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ. Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Κολάκ. Κουνουπίν. Μύτικ. Περίστ. Σπάρτ. Φθιῶτ. Φωκ.) γδιˬουφύρ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) gιˬουφύρ᾽ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Ἀνατολ.) Μακεδ. (Ἀβδέλλ. Ἄσσηρ. Βελβ. Γηλοφ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Δοϊράν. Καταφύγ.) Σάμ. ἀγιˬοφύρι Ἴος γιˬοφύι Θρᾴκ. (Ταϊφ.) γιˬοθύρι Κάλυμν. Κὥς (Πυλ.) Συμ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) gιˬοθύρι Τσακων. (Χαβουτσ.) διˬοφύρι Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ξηροβούν. κ.ἀ.) Κεφαλλ. (Φαρακλᾶτ. κ.ἀ.) Κρὴτ. (Χαν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Καρβελ. Λακων. Μάν. Μαραθ. Οἴτυλ. Τρίπ. κ.ἀ.) ιδιˬοφύρι Πελοπν. (Κίτ.) διˬουφύρ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυτ. Παρνασσ Φθιῶτ. Φωκ.) δοχύζι Τσακων. (Πραστ.) λιˬοφύρ᾽ Θρᾴκ. (Σκεπαστ. Σκοπ.) ᾽ιˬοφύρι᾽ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽ιˬουφύρ᾽ Μακεδ. (Βελβ. Δρυμ.) ᾽ιˬουφούρ᾽ Καππ. (Ἀραβάν.) ᾽οφύρι Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. γεφύριον, ὑποκορ. τοῦ γέφυρα Οἱ τύπ. γιˬοφύριν καὶ γιˬοφύρι καὶ Βυζαντ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἡ γέφυρα, οἱασδήποτε κατασκευῆς καὶ οἱουδήποτε μεγέθους κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. Τσακων.: Ἀπ᾽ τσὶ πολλὲς βροχὲς ἤσπασε τὸ γεφύρι Ἰων. (Σμύρν.) Κατέβασι πουλὺ νιρὸ τοὺ πουτάμ᾽ κὶ τοὺ πῆρι τοὺ γιφύρι. Θεσσ. (Πολυνέρ.) Φοβᾶται νὰ περάσῃ ᾽πὸ τὸ γιˬοφύρι Εὔβ. (Βρύσ.) Τὸ ποτάμι ἔφτασε ἴσα μὲ τὴν καμάρα τοῦ γιˬοφυρίου Μέγαρ. Ἐπέρασε νύχτα μὲ τὸ μουλάρι ἀπὸ τὸ γκιˬοφύρι Πελοπν. (Βερεστ.) Πέρασα ποὺ τοὺ γιˬουφύρ᾽ τὰ πράτα (= πρόβατα) Στερελλ. (Κουνουπίν). Τὰ νούτ᾽α θωρακώ ᾽ς τὸν ὕπινέ σ᾽ ἕνα γιοθύρι (τὴν νύκτα εἶδε εἰς τὸν ὕπνον του ἕνα γεφύρι) ᾽Γσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) Ἅμα περάσῃς τοὺ γιφύρ᾽, δὰ φτάῃς (δὰ = θὰ) Α. Ρουμελ (Καβακλ.) Τοὺ πουτάμ᾽ κόντιψι νὰ παρ᾽ τοὺ διˬοφύρ᾽ Ἤπ. (Πράμαντ.) || Παροιμ Ὅταν διαβαίνῃς ἀπὸ γεφύρι, ξεπέζευε (φρόνιμον εἶναι νὰ μὴ περιφρονᾗ κανεὶς τοὺς κινδύνους, ὅταν δύναται νὰ τοὺς ἀποφύγῃ) Ἤπ. Οὕλ᾽ ἀς ἐεῖνο τὸ γεφύρ᾽ ᾽ὰ δαβαίνουμε (ὅλοι ὑποκείμεθα εἰς τὴν αὐτὴν τύχην τοῦ γάμου ἢ τοῦ θανάτου) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Προσκύνα τὸ διάβολο, ὥς που νὰ περάσ᾽ς τὸ γεφύρ᾽ (διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ διὰ τῆς ὑποχωρητικότητος εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἐπιτυγχάνεται ὁ ἑπιδιωκόμενος σκοπὸς) Θρᾴκ. Ὥς νὰ περάῃς τὸ γιˬοφύρ᾽, νά ᾽σαι φίλος μὲ τὸν Τοῦρκο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κάλλιˬο τρεῖς μέρες μακριὰ κι ἀπ᾽ τοὺ gιφύρ᾽ παρὰ ᾽ποὺ τοὺ πουτάμ᾽ (καλυτέρα ἡ μετὰ κόπων ἀσφαλὴς ἐπιδίωξις τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὴν εὔκολον ἀλλὰ μετὰ κινδύνων ἀπόκτησιν τούτου) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Κόπεν Ἄτανας τὸ γιˬοφύρ᾽ (ἐπὶ τῶν ἀτελειώτων ὑποθέσεων) Καππ. (Φλογ.) Οὑ λύκους κιˬ οὑ διάβουλους ᾽ς του γιˬουφύρ᾽ ἀνταμώνουντι (οἱ κακοὶ καὶ οἱ ἐγκληματίαι κάμνουν τὰ διαβούλιά των ἢ τὰ ἐγκλήματά των εἰς ἐπικίνδυνα ἢ ἐπίκαιρα σημεῖα) Θεσσ. Ἀπὸ τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι ἀπέρασεν (ἐπὶ τῶν διαφυγόντων δεινὸν κίνδυνον) Ἤπ. Ἡ παροιμ εἰς παραλλαγ κ.ἀ. Τῆς Τρίχας τὸ γεφύριν (ἐπὶ ἔργων λίαν χρονιζόντων) Πόντ. Πβλ. Ν. Πολίτ., Παροιμ. 8, 622 || ᾌσμ. Τρέμουν τῆς Πόλης τὰ τζαμιˬά, τῆς Σμύρνης τὰ γιˬοφύριˬα Τῆλ. Θεέ μου, νὰ πιˬάσ᾽ ἕνα νερὸ κ᾽ ἕνα κακὸ χαλάζι, νὰ κατεβοῦν οἱ ποταμοὶ νὰ πάρουν τὰ γιˬοφύριˬα Πελοπν. (Κονάκ.) Κουράσιου ἐτραγούδησι ᾽πουπάνου σὶ γκιˬουφύρι Μακεδ. (Καταφύγ.) Καὶ πῆε ᾽ς τ᾽ ἄγρια βουνὰ καὶ ᾽ς τὰ ἄγρια λαgάδιˬα, πάνου τ᾿ς ἀπάτητους gρεμούς, ᾽ς τὰ πἑτρινα γιˬοφύριˬα Κέρκ. Μιˬὰ πέρδικα καθότανε σὲ τρίχινο γιˬοφύρι κ᾽ ἔλεε τραγούδι χλιβερὸ καὶ παραπονεμένο Πελοπν. (Ἀργολ.) Γιὰ πάρ᾽τε τὰ σαρώματα, σαρώσ᾽τε τὰ γιˬοφύριˬα, γιὰ νὰ περάσ᾽ ἡ γ-᾽Ελενιˬὼ μὲ τὰ γραμμένα φρύδιˬα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Σαρανταπέντε μάστοροι κ᾽ ἑξήντα μαθητάδες γιοφύρι-ν-ἐστεριˬώνανε ᾽ς τῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσην. Ὀλυμπ κ.ἀ.) Μιˬὰ λυγερζὴ τραγούδησε ᾽πά ᾽ σὲ ψηλὸ γιˬοφύρζι τσαὶ τὸ γιˬοφύρζιν ἔτρεμε, τσ᾽ ὁ ποταμὸς ἐστάθη Σκῦρ Κόρη ξανθὴ τραγούδησι ἀπάνου σὶ διουφύρι κὶ τοὺ διουφύρι ράισι κι οὑ πουταμὸς ἰστάθη Στερελλ. (Αἰτωλ) Γκιφύρ ᾽ ν- εἶχα ᾽ς τὴ θάλασσα κὶ σκάλα μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ ᾉνάδη κι ἀνέβινα-κατέβινα, τοὺ Χάρου χιριτοῦσα (ᾉνάδη =ᾌδη) Θεσσ. (Παλαμ.) Ἡ Δῆμους ἠβουλεύτηκι gιφύρι γιὰ νὰ χτίσῃ Μακεδ. (Νιγρίτ) Συνών. γέφυρα, καμάρα, πόντε. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γεφύρι Α. Ρουμελ. (Σωζόπ) Μῆλ. Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν. Καρβελ. Κερπιν. Μεσσην. Πυλ.) Γεφύρ᾽ Θεσσ. (Κρυόβρυσ) Μακεδ. (Βόιον Σαρακ. Χωριστ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀμφιλοχ.) Γιˬοφύρι Ζὰκ (Τραγάκ.) Ἤπ. (Φιλιάτ.) Ἰθάκ. Κάρπ. Ὀθων. Πελοπν. (Ἀράχ. Καλάβρυτ. Κλειτορ. Κόκκιν. Ξηροκ. Πάλυρ.) Γιˬουφύρ᾽ Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Μακεδ. (Σαρακ. Χωριστ.) Ἁγιˬοφύρι Ἴος Διˬοφύρι Εὔβ. (Ὄρ) Γιˬόφυρο Κρήτ. Γεφύριˬα Ἤπ. (Ριζοβ) Δ. Κρήτ. Σῦρ. Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Γιφύριˬα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Γιˬοφύριˬα Ἤπ. (Κόνιτσ) Μύκ. ᾽Οθων. Γιˬουφύρια Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) Τὸ Γιουφύρ᾽ τ᾿ς Ρουσάτσας Ἤπ. (Σούλ.) - Γιˬοφύρι τὸ Σκλουπιώτ᾽κο Ἤπ. (Ἑλληνικ. Χουλιαρ.) - Γιˬουφύρ τ᾿ Τσουμά᾽ Ἤπ. (Σούλ) - Γεφύρι τοῦ Φλόκα Κεφαλλ. (Ἀργοστόλ.) - Κομμένο Γιˬοφύρι Πελοπν. (Κερπιν.) - Μεγάλο Γιοφύρι Πελοπν. (Μεσσην) Πετρωτὸ Γιˬοφύρι Πελοπν. (-Χάμπ.) - Ψηλὸ Γεφύρι Β. Εὔβ. Πελοπν. (Μεσσην) - Βουτημένου Gιφύρ᾽ Θεσσ. (Καρποχώρ) - Γιˬοφύρι τῆς Γκρίκας Ἤπ. (Φιλιάτ.) - Γιˬουφύρ᾽ τ᾿ς Δασκάλας Ἤπ. (Ἰωάνν.) - Γκιˬουφύρ᾽ ᾽ς τοὺ Λάκκου Μακεδ. (Καταφύγ.) Τοὺ Θιˬόχτιστου Gιˬουφύρ᾽ Σάμ. Τοῦ Γούμιν᾽ τοὺ Γιφύρ᾽ Μακεδ. (Κολινδρ) - Καλατζῆ τοὺ Gιφύρ᾽ Θεσσ. (Ἄμπελ.) - Κουκουβίτ᾽ τοὺ Γιφύρ᾽ Μακεδ. (Ὄλυμπ.)- Κούκ᾽ τοὺ Γιφύρ᾽ Μακεδ. (Κολινδρ.) - Κουράκ᾽ τοὺ Γιˬουφύρ᾽ Στερελλ. (Ἄγραφ.) - Λάκκου τοὺ Γιˬουφύρ᾽ Μακεδ (Ἀρέθουσ.) - Λιˬότσ᾽κου τοὺ Gιˬουφύρ᾽ Μακεδ. (Καστορ.) - Μπλάτσα τοὺ Γιουφύρ᾽ Μακεδ. (Καταφύγ) -Νταούτ᾽ τοὺ Διˬουφύρ᾽ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) - Ντελῆ τοὺ Γιουφύρ᾽ Θεσσ. (Ὀξύν.) - Ντουάνη τὸ Γιοφύρι Πελοπν. (Λαγκάδ.) - Ξ᾽νουγαλᾶ τοὺ Γιˬουφύρ᾽ Θεσσ. (Πήλ) - Παππᾶ τοὺ Γιφύρ᾽ Θεσσ. (Σκλῆθρ.) - Πασᾶ τοὺ Γιˬουφύρ᾽ Εὔβ. (Ἐπισκοπ.) -Ράικου τοὺ Γιφύρ᾽ Ἤπ. - Σκουριˬᾶ τὸ Γεφύρι Πελοπν. (Λεχαιν.) - Τζάρα τοὺ Γιˬουφύρ᾽ Μακεδ. (Ροδολίβ.) - Τσίκρα τοὺ Gιφύρ᾽ Μακεδ. (Καταφύγ) Τσιρέλα τοὺ Gιφύρ᾽ Μακεδ. Καταφύγ.) - Φ᾽λάχιτ᾽ τοὺ Gιφύρ᾽ Μακεδ. (Κοζ.) -Χαμζᾶ τοὺ Gιφύρ᾽ Μακεδ. (Κάλιαν.) - Χειμῶνα τοὺ Γιˬουφύρ᾽ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τῆς Βατσινιˬᾶς τοὺ Gιφύρ᾽ Μακεδ. (Σιάτ) - Βίγλας τοὺ Gιφύρ᾽ Μακεδ. (Σιάτ.) - Γιˬούφτ᾽σσας τοὺ Γιˬουφύρ᾽ Μακεδ. (Μεσολακκ.) - Κυρᾶς τὸ Γιˬοφύρ᾽ Πελοπν. (Γορτυν.) Μούρσας τοὺ Γιφύρ᾽ Θρᾴκ. (Σουφλ.) - Τρίχας τὸ Γιˬοφύρι Ἤπ. (Φιλιάτ.) β) Εἰς τὴν φρ. τῆς τρίχας τὸ γεφύρι ἢ τὸ τρίχινο γεφύρι, φανταστικὴ γέφυρα, λίαν στενὴ καὶ ἐπισφαλὴς, διὰ τῆς ὁποίας διέρχονται αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων πρὶν μεταβοῦν εἰς τὸν Παράδεισον. Ἡ διάβασίς του κατορθοῦται μόνον μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν συνοδῶν ἀγγέλων, διότι οἱ διάβολοι προσπαθοῦν κατ᾽ αὐτὴν νὰ κρημνίσουν ἐκ τῆς γεφύρας τὰς ψυχὰς εἰς τὴν κόλασιν πολλαχ. ᾌσμ. Κι ὁ Χριστὸς νὰ μὲ περάσῃ | ἀφ᾽ τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι Χίος. Πρβ. Ν. Πολίτ Παροιμ 3, 623. Ἔχου στρατοῦλις μακρινές᾿ gιφύριˬα νὰ πιράσου κιˬ ἕνα gιφύρι τρίχινου φουβᾶμι νὰ πιράσου (μοιρολ) Θεσσ. (Καρδίτσ.) γ) Εἰς φρ. τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι, γέφυρα φανταστική, τῆς ὁποίας ἡ κατασκευὴ περιγράφεται εἰς τὰ δημοτικὰ ᾂσματα ὡς ἐπίπονος καὶ ἀδύνατος ἄνευ τῆς θυσίας ἀνθρώπου πολλαχ. καὶ Πόντ.: ᾌσμ. Χίλιˬοι μαστόροι-ν-ἔχτιζαν τῆς Τρίχας τὸ γεφύριν, ὅλην τὴν μέραν ἔχτιζαν, τὸ βράδυ χαλαοῦταν Καππ. Χίλιˬοι μάστοροι ἕχτιζαν τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι, ὅλον τὴν μέραν ἔχτιζαν κιˬ ᾶποβραδὺ χαλάουν Πόντ. Χίλιˬοι τρακόσιοι μάστοροι καὶ χίλια μαθητάδιˬα σαράντα χρόνιˬα φκε͜ιάνανε τῆς Τρίχας τὸ γιˬοφύρι Προπ. (Κύζ) Σαράντα χρόνια φκε͜ιάνουνι τῆς Τρίχας τοὺ γιˬουφύρι, ὁλημιρὶς τοὺ φκε͜ιάνουνι, τοὺ μισουνύχτι πέφτει Θρᾴκ. (Αἶν.) Χίλιˬοι μαστόροι δούλευαν ᾽ς τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι, ὁλημερὶς ἐδούλευαν, γεφύρι δὲ στεριˬώνει Ρόδ. Εἰς πολλὰς παραλλαγἀς ᾀσμάτων ἀντὶ τῆς Τριχας τὸ γεφύρι φέρεται τῆς Ἄρτας τὸ γεφύρι, ἐνίοτε δὲ καὶ ἄλλων πόλεων, ὡς τῆς Ἄντανας τὸ γεφύρι, τῆς Λάρ᾽σας τὸ γεφύρι, τοῦ Ἴρη τὸ γεφύρι κ.λ.π. Πρβλ. Γ. Α. Μέγα, Λαογρ 27 (1971), 92. δ) Εἰς φρ. τ᾿ς Τρίχας τοὺ γιουφύρ᾽, τὸ οὐράνιον τόξον Λέσβ Συνών. ἅγια Ἑλένη 2,-ζώνη, ἅγιˬο τόξο, ἀνεμοδόχος, ἀνεραντζοῦ, γιˬόζα, γίργιλας, γῖριν, γῦρος, δόξα, δοξάρι, Θεοδόξαρο, ζωνάρι,- τῆς ἁγίας Ἑλενης, - τῆς γριᾶς,- τῆς καλόγριας,- τοῦ Θεοῦ, - τοῦ Χριστοῦ, ζωνη τῆς ἁγίας Ἑλενης - τῆς καλόγριας - τῆς Κυρᾶς - τῆς Παναγίας, κάμαρα, καμάρεζα, καπυρράνι, κεραζώζα, κεραζώνη, κεραλησιˬά, κερατζοῦ, Κυρὰ Ἑλένη, Κυρὰ Σελένη, λὀξα, λουρί, - τῇς γριᾶς, μαρούλι. νεραντζούλα, νεκροκόνταλο, παραήλης, παραηλίτης, πορδολεσιˬα σαΐτα, σουσουμπάμπα, σπαθὶ τῆς καλόγριας, στεφάνι, τόξο, - τῆς βροχῆς -τῆς Παναγίας, - τοῦ Θεοῦ - τοῦ οὐρανοῦ, τσάρα, χέρι, - τοῦ Θεοῦ. ε) Εἰςτὴν φρ. τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι, εἶδος χοροῦ Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) 2) Μεταφ., πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει ὡς μέσον ἐπικοινωνίας ὴ ὠφελείας, ὑλικῆς ἢ ἠθικῆς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. κ.ἀ.): Βάνω τὴν ἀρρεβῶνα μου γιˬοφύρι καὶ περνάω Πελοπν. (Γορτυν.) Γί᾽κα ᾿γὼ gιˬουφύρ᾽ κι πιράσατι οὕ᾽ σας (ἐθυσιάσθην διὰ νὰ ἐξυπηρετηθῆτε ὅλοι) Σαμ Γιˬοφύρι ἔγινα νὰ περάσῃ ἀποπάνου μου Πελοπν. (Ἀχαΐα) Ἐγὼ ἐέμ᾽ γεφύρ᾽, ἐσὺ δέβα Πόντ. (Ἴμερ.) Ἔγινα γιˬουφύρι ᾽ς τοὺς ἄλλους Θράκ. (Αἶν.) || Παροιμ. Τῶ bρωτινῶ παθήματα τῶν ὑστερνῶ γεφύρια (τὰ παθήματα τῶν προγενεστέρων ὠφελοῦν τοὺς μεταγενεστέρους οἱ ὁποῖοι παραδειγματίζονται ἐξ αὐτῶν) Κρήτ. (Νεάπ.) Τοῦ πρώτου τὰ παθήματα διˬοφύρι τοῦ δευτέρου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ὁ bροστινὸς τοῦ πισινοῦ γιˬοφύρι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Γίνετ᾽ ὁ φρόνιμος ιδιˬοφύρι τοῦ ζουρλοῦ (αἱ ὑποχρεώσεις τῶν συνετῶν διευκολύνουν τὴν ἐπιτυχίαν τῶν ἀσυνέτων) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) 3) Ξυλίνη ἀποβάθρα εἰς τὴν παραλίαν τῆς λίμνης χρησιμεύουσα διὰ τὴν προσάραξιν τῶν λέμβων Μακεδ. (Καστορ.) 4) ᾿Οχετὸς διερχόμενος ὑπὸ τὸν ἐξωτερικὸν τοῖχον τῆς οἰκίας, χρησιμεύων διὰ τὴν ἀποχέτευσιν τῶν ἀκαθάρτων ὑδάτων Σύμ: Ἔφραξε dὸ γιˬοθύρι dῆς ναυλῆς μας. Ἔπ᾽ιασεν αὐτὴ dὴχ χέρα gαὶ τὴν ἔρριξεμ μέσα σ᾽ ἕναγ γιˬοθύρι. 5) Τὸ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς τῆς ὑφάντρας ὁριζόντιον ξύλον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, τὸ συνδέον τοὺς δύο ὀπισθίους πόδας αὐτοῦ Θρᾴκ. (Μέτρ. Σουφλ Τσακίλ κ.ἀ.): Ἔχασε τ᾽ ἀργαλε͜ιοῦ τὸ γιˬοφύρ᾽ Τσακίλ. Ἀποπάνω εἶναι τοὺ γιˬοφύρι π᾿ ᾶπολνάει τὴ σαΐτα Μέτρ. 6) Μικρὸν ξύλινον ἐξάρτημα τῆς παγίδος τῶν πτηνῶν Πόντ. 7) Τεμάχιον ξύλου τὸ ὁποῖον προσαρμόζεται εἰς τὴν κάτω ἐπιφάνειαν τῆς ἄνω μυλόπετρας τοῦ χειρομύλου περὶ τὴν ὀπὴν αὐτῆς, διὰ τῆς ὁποίας διέρχεται ὁ ἄξων τῆς κάτω μυλόπετρας Πόντ. (Κερασ. Νικόπ Οἰν. Τρίπ.) Συνών. γέφυρα 3. 8) Τὸ κοῖλον τοῦ πέλματος τῶν ποδῶν τοῦ ἀνθρώπου Πόντ. κ.ἀ. 9) Τὸ μεταξύ πτέρνας καὶ πέλματος καμπύλον μέρος τῶν ὑποδημάτων Ἀθῆν. 10) Τὸ παρὰ τὰ ὀστᾶ τῆς λεκάνης μέρος τοῦ ἀνθρωπίνου σκελετοῦ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) 11) Ἡ κυρτὴ ἐπιφάνεια τῆς γραφίδος Πελοπν. (Δυρράχ.) 12) Κατὰ πληθ gιˬοφύρια αἱ δύο κλεῖδες τοῦ στέρνου Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Σκῦρ. 13) Ὁμοίως κατὰ πληθ. γεφύριˬα, ἠ τεχνητὴ ὀδοντοστοιχία Μακεδ. (Φλόρ.) 14) Ὑπὸ τύπ. ποτάμι-γιˬοφύρι, παιδιὰ παιζομένη ὑπὸ δύο παικτῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ εἷς πετᾷ ὑψηλὰ τὴν πέννα, ὁ δὲ ἕτερος λέγει «ποτάμι» ἢ «γιˬοφύρι» καί, ἐὰν κατὰ τὴν πτῶσιν της ἡ πέννα δεικνύῃ τὴν ὄψιν ἡ ὁποία ἐλέχθη, τὴν κερδίζει ὁ δεύτερος οὗτος παίκτης καὶ τὴν χάνει ὁ πρῶτος, ἄν πάλι δεικνύῃ τὴν ἀντίθετον ὄψιν, γίνεται τὸ ἀντίθετον Πελοπν. (Δυρράχ.) 15) Ὑπὸ τύπ. γεφύρι, παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται τῆς μιᾶς ὁμάδος σχηματίζουν συνεχῆ σειρὰν τιθέμενοι ὁ εἷς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου μὲ τὴν ράχιν κεκαμμένην, ὥστε οἱ παῖκται τῆς ἄλλης ὁμάδος νὰ δύνανται νὰ ἱππεύσουν ἐπ᾽ αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦ παιγνιδίου Μακεδ. (Φλόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA