ἀχρειᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρειᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχρειᾶς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ἀχρειοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀχρεῖα, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀχρεῖος, καὶ τῆς καταλ -ᾶς.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος λέγων καὶ πράττων ἀχρεῖα, αἰσχρά: Διˬάολοι μέσα σ’, ἀχρειᾶ! Ἀχρειοῦ εἶναι, χίλιˬες ἄχρειες κουβέdες λέει. Συνών. ἀχρειολογᾶς. Πβ. ἀχρειάνης 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA