βρωμότουρκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμότουρκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρωμότουρκος ὁ, κοιν. βρουμότουρκους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ τοῦ ὀν. Τοῦρκος.
Σημασιολογία
Ἄτιμος, φαῦλος Τοῦρκος: ᾎσμ. Σώπα, σώπα, βρωμότουρκε, σώπα, παλα͜ιοαρβανίτη, κάλλια νὰ ἰδῶ τὸ αἷμα μου τὴ γῆς νὰ κοκκινίσῃ, παρὰ νὰ ἰδῶ τὰ μάτια μου Τοῦρκος νὰ τὰ φιλήση Μακεδ. (Νάουσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA