ἀρνομάλλιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνομάλλιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρνομάλλιν τό, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀρνομάλλ’ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρνόμαλλο τό, Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μεσσ. Οἰν.) κ.ἀ. ἀρνόμαλλου Θεσσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρνὶ καὶ μαλλίν, δι᾿ ὃ ἰδ. μαλλί. Περὶ τοῦ ἀρνόμαλλο παρὰ τὸν εἰς -ι τύπον καὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170 κἑξ. 179 κἑξ.

Σημασιολογία

Μαλλίον ἀρνίου καὶ γενικώτερον προβάτου ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εγόρασα ἀρνομάλλ νὰ ’φτάγω ὀρτάρ (διὰ νὰ κάμω κάλτσες) Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. Ἑλενίτσα πάγει ὁμάλ | καὶ τ᾿ ὀρτάρ ’τ’ς ἀρνομάλλ (ἡ Ἑλ. πηγαίνει ἴσια πέρα καὶ αἱ κάλτσες της εἶναι ἀπὸ ἀρνομάλλια) Κερασ. Συνών. ἀρνόκουρο 1, ἀρνοπόκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/