γεωγράφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωγράφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεωγράφος ὁ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γεωγράφος. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐπιστημονικῶς ἀσχολούμενος μὲ τὴν γεωγραφίαν λόγ. κοιν.: Σήμερα μὲ τὸ κερὶ νὰ ψάχνῃς, δὲ βρίσκεις γεωγράφο σὰν τὸ Στράβωνα. 2) Ὁ συγγραφεὺς γεωγραφικῶν βιβλίων, χαρτῶν κ.τ.τ. λόγ. κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA