γεωλογικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωλογικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεωλογικὸς ἐπίθ λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γεωλογία καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικός.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὴν γεωλογίαν λόγ. κοιν.: Γεωλογικὸς ὅρος - χάρτης κ.τ.τ. Εἶναι διευθυντὴς τῆς Γεωλογικῆς Ὑπηρεσίας. Ἐργάζεται ᾽ς τὸ Ἰνστιτοῦτο Γεωλογικῶν καὶ Μεταλλευτικῶν Ἐρευνῶν. Τὸν ἄλλο μῆνα θὰ γίνῃ τὸ γεωλογικὸ συνέδριο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/