γεωπόνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωπόνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεωπόνος ὁ, λογ κοιν. καὶ δημῶδ. πολλαχ. γιωπόνος Πελοπν. (Γαργαλ. Μαργέλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) γιˬουπόνους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ ᾽ιˬουπόνους Θρᾴκ. (Μαρών. κ.ἀ.) Θηλ. γιˬουπό᾽σσα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Οὐδ γεωπόνι (Κρήτ.).
Ετυμολογία
Τὸ Ἐλληνιστ. γεωπόνος.
Σημασιολογία
Ἐπιστήμων ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ τὴν γεωπονίαν ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ γιˬός του σπουδάζει γεωπόνος. Μᾶς λένε πὼς θὰ διοριστοῦνε ὅλοι οἱ ἀδιόριστοι γεωπόνοι ᾽ς τὴ Μακεδονία κοιν. Μοῦ ᾽δειξε ὁ γεωπόνος πὼς νὰ κλαδεύω τ᾿ς ἐλιὲς Γαργαλ. Ρώτηξα τοὺ γιˬουπόνου γιατί δὲ gά᾽ καρύδιˬα ἡ καρ᾽διˬὰ Μακεδ. (Μεσολακκ.) Νὰ τό χ᾽ς σπουλλάτ᾽ τ᾽ γιουπόνου, π᾿ θὰ σὶ βουηθήσ᾽ Θεσσ. (Κρανν.) Πέρασι μιὰ μέρα ἡ γιουπό᾽σσα ἀποὺ τοὺ χουριˬὸ κὶ μᾶς εἶπι πῶς νὰ τ᾽ gλαδέψουμι αὐτὴ τ᾽ μ᾽λιˬά Ἤπ. (Κουκούλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA