γεωργεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωργεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεωργεύω (Ι) ἐνιαχ. γεωργεύγω Λεξ. Βλάχ. γιˬωργεύγω Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ ρ. γεωργεύω.

Σημασιολογία

1) Καλλιεργῶ τήν γῆν ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀλετρίζω, ἁλατρεύω, γεωργῶ, καματεύω, κάνω χωράφι, ὀργώνω. 2) Εὐδοκιμῶ, εὐφορῶ Κάρπ.: Τὰ σπαρμένα ἐφέτι ᾽ὲ γιˬωργεύγου (= δὲν εὐδοκιμοῦν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/