γεωργία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωργία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεωργία ἡ, λογ. κοιν. καὶ δημῶδ. πολλαχ. γιουργία Στερελλ. (Μύτικ. κ.ἀ.) γιˬουργία σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γιˬωρgία Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γεωργία.

Σημασιολογία

1) Ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς πρὸς παραγωγῆν χρησίμων προϊόντων. ”Ενθ᾽ ἄν.: Ὁ πατέρας του ἀσχολεῖται μὲ τὴ γεωργία. Καλὴ εἶναι ἡ γεωργία, μὰ θέλει χωράφιˬα κοιν. ᾽Πασκουλε͜ιέτι οὑ Λόλους μὲ τὴ γιˬουργία Μὐτικ. Τὰ παράτ᾽σι οὕλα κὶ τό ᾽ρ᾽ξι ᾽ς τὴ γιˬουργία Μουναχὰ ὅπο͜ιους δὲν ξέρ᾽ τ᾽ γλύκα τ᾿ς ἀνακατεύιτι μὶ τ᾿ γιˬουργία σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. Συνών. γεωπονία 1. 2) Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γεωργοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ γεωργία εἶναι ἀποδοτικὴ δουλε͜ιὰ κοιν. Συνών. γεωργικἠ, γεωργοσύνη, ρεσπερική, χερομαχικὴ 3) Ἐπιστἡμη ἀσχολουμένη περὶ τὴν ἔρευναν καὶ τὴν συστηματοποίησιν τῶν μέσων τῆς παραγωγῆς τῶν γεωργικῶν προϊόντων λόγ. κοιν.: Ἡ γεωργία εἶναι ἕνας κλάδος τῶν γεωπονικῶν ἐπιστημῶν λόγ. κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/