ἀρνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρνὸς ὁ, Κάρπ. Κρήτ. κ.ἀ.-ΚΜαρίν. Χωριάτ. πασκαλόγ. ἐν Ν.Ἑστ. 5,334 ἄρνος Κύπρ. Ρόδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀρνός. Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἄρνος ἔγινε κατὰ τὸ ἔριφος.
Σημασιολογία
1) Ἀρνίον ἡλικίας ἑνὸς ἔτους, ἀμνὸς μονοετὴς ἔνθ’ ἀν.:Ἔψησαν ἕναν ἀρνὸν καὶ τὸν ἔφαγαν Κάρπ. Μωρέ, ἄρνος ποῦ γίνηκε! Ρόδ. Ηὗρα ίλιˬα πρόβατα, ίλιους ἄρνους, κοῦκλον πετεινόν, ὄρνιθαν μαύρην (ἐξ ἐπῳδ.) Κύπρ. Σώρεψεν ίλιˬους ἄρνους ταὶ ίλιˬους ἔριφους (ἐξ ἐπῳδ.) αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. ᾿Αρνὸν ἄκουρον καὶ χοῖρον κουρεμένον (τὸ πρὸς πώλησιν ἀρνίον πρέπει νὰ εἶναι ἄκουρον, διότι οὕτω φαίνεται καλύτερον, τοὐναντίον δὲ τὸ χοιρίδιον πρέπει νὰ εἶναι κουρεμένον) Κάρπ.-Παροιμ. Ἀχαλίνωτος ἀρνὸς τὴν μάννα του κατελεῖ (ὁ δυσήνιος καὶ ἀσυγκράτητος βλάπτει ἑαυτὸν καὶ τοὺς οἰκείους) αὐτόθ. Ἅψε, φουρναροῦ, τὸν φοῦρνο καὶ καλὸν ἀρνὸν σοῦ φέρω (ἐπὶ τοῦ ἐλπίζοντας εἰς ἀβέβαια) αὐτόθ. 2) ᾽Επιθετικ., ἀρνήσιος ΚΜαρίν. ἔνθ’ ἀν.: Οὕλα τ’ ἄλλα ξεπουλᾶνε κ’ ἔτσι ὑπάρχει μπόλικο καὶ φτηνό ἀρνό κρεˬάτο. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνιˬακὸς Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA