ἀχρειεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρειεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχρειεύω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πελοπν. (Μάν.) –Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄχρειος.
Σημασιολογία
1) Ἀσελγαίνω ἔνθ’ ἀν. 2) Γίνομαι ἀχρεῖος, διαφθείρομαι Πελοπν. (Μάν.) –Λεξ. Δημητρ.: Ὁ κόσμος ἀχρείεψε Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA