γεωργοκτηματίας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωργοκτηματίας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουσιαστικό

Συχνότητα

Αρσενικό

Τυπολογία

γεωργοκτηματίας ὁ, λόγ. πολλαχ. γεωργοχτηματίας Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γεωργὸς καὶ κτηματίας.

Σημασιολογία

Γεωργὸς ἔχων μεγάλην κτηματικῆν περιουσίαν λόγ. πολλαχ.: Αὐτὴ ἡ ἀνεπρόκοπη παντρεύτηκε γεωργοκτηματία Ἀθῆν. Ὁ Γιˬώργης τσῆ Θανασούλαινας εἶναι μεγάλος γεωργοχτηματίας Γαργαλ. Τρεῖς παιδικοὶ φίλοι, ποὺ ἐχωρίσθησαν, ὁ ἕνας ἔγινε γεωργοκτηματίας, ὁ ἄλλος βιˬολιτζῆς καὶ ὁ τρίτος φυγόδικος Δ. Καμπούρογλ., Θρύψαλ., 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/