γεωργὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωργὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεωργὸς ὁ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. πολλαχ. γεωργὸ ᾽Γσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γεουργὸς Ἰκαρ. Κίμωλ. Σίφν. κ.ἀ. γιˬουργὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιωργὸς Ἰθάκ. Κύθν. Τῆν κ.ἀ. γιˬωρκὸς Κύπρ. - Χ. Παλαίσ., Τὸ παράπ. τοῦ τσυροῦ, 1 γιˬωρgὸς Κύπρ. γουργὸς Πελοπν. (Λάστ) Θηλ. γεώργισσα Λεξ. Βλάχ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γεωργός. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλαχ καὶ Σομ. Διὰ τὸν τύπ. γεουργὸς β) Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,286, 414. Διὰ τὴν τροπῆν τοῦ ω εἰς ο υ βλ. καὶ Χ. Παντελίδ., Φωνητ., 13. Ὁ τὐπ. γιˬωργὸς καὶ εἰς Γ. Χορτάτζ., Ἐρωφίλ. Πρᾶξ. Α΄, στ. 283 (ἕκδ Σ. Ξανθουδ.)

Σημασιολογία

1) Ὁ καλλιεργῶν τὴν γῆν, ὁ ἀγρότης κοιν. καὶ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Ὁ ἄντρας της εἶναι γεωργός. Σήμερα οἱ γεωργοὶ δὲν κουράζονται πολύ, γιατὶ ἔχουν γεωργικὰ μηχανήματα κοιν : Ὁ γεωργὸς σπέρει τὸ χωράφι Φοῦρν. Οὐ γιουργὸς θιρίζ᾽ μὶ τοὺ διρπά᾽ κὶ μι᾿ τ᾿ gουὰ κόβ᾽ τοὺ χουρτάρ᾽ (gοσὰ = κοσιά, εἶδος μεγάλου δρεπάνου μὲ μακρὰν λαβὴν) Θεσσ. (Βαμβακ.) Ἡ σκιπαρνιˬὰ εἶνι σύνιργου ἀπαραίτητου γιˬὰ τοὺ γιˬουργὸ Θεσσ. (Φάρσαλ) Οὑ γιˬουργὸς κόβ᾽ τ᾿ς αὐλακιˬὲς μπρουστὰ μὶ τὰ βόιˬδια κι ἀπουκουντὰ ρίχ᾽ σπόρου τοὺ πιδὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Οὐ ἃι-Φίλ᾽ππας ἤτανι γιˬουργὸς Στερελλ. (Κεφαλόβρ.) Οὐ γιˬουργὸς δὲ ξαπουστέ᾽ οὕλου τοὺ χρόνου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Οὕλα τ᾿ Θιˬοῦ τὰ πλάσματα ἀποὺ τζ᾽ γιˬουργοὶ πιριμέν᾽νι νὰ φᾶνι Σάμ. Ἐμεῖνε ὅλοι γεωργοὶ ᾽μανι (ἡμεῖς ὅλοι ἤμεθα γεωργοὶ) Χαβουτσ. Τοὺ θὰ παρ᾿ γεωργὸ (τοὺ = σὺ) αὐτόθ. ᾿Η ἀλουποῦ θεωρεῖ τὸγ γιˬωρκὸν τζ᾽ ἔρκεται μὲ μιˬὰσ σακκούλ-λαγ γεμάτη (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Οὑ γιˬουργός, οὑ ἀφέντ᾽ς τ᾽ χωραφιοῦ, εἶπι τ᾿ς γείτουνις νὰ θιρίσουν (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Ἤτανι ἕνας γιˬουργὸς κὶ πάινι ᾽ς τ᾽ν ἰξουχὴ κὶ τοὺν ἔπιˬασι βρουχὴ κὶ γύρ᾽σι ᾽ς τοὺ σπίτ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Σάμ. (Τηγάν.) || Παροιμ Τὸν ἥλιο δῶσ᾽ τον τοῦ γιˬωργοῦ, τὸν ἄνεμο τοῦ ναύτη (τὴν γεωργίαν εὐνοεῖ ἡ ἡλιακῆ θερμότης, τὴν ναυσιπλοΐαν ὁ οὔριος ἄνεμος). Ιθάκ. Ἐγὼ γιˬωργὸς καὶ σὺ τσοπάνης σεμπριˬὰ δὲν κάνουμε Ὄ,τι σπέρνω θὰν τὸ τρῶν τ᾿ ἀρνιˬά σου (ἐπὶ ἀτόμων μὴ συνεργαζομένων) Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ) Οὑ γιουργὸς θέλ᾽ βρουχὴ κι οὑ κιραμάρ᾽ς ξέρη (ἐπὶ ἀντιθέσεως συμφερόντων) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἀγάληˬα, ᾽γάληˬα φύτιβι οὑ γιουργὸς ἀbέ᾽ κι ἀγάληˬα, ᾽γάληˬα γίνουdαν ἡ ἀγουρίδα μέ᾽ (κάθε ἔργον ἀπαιτεῖ χρόνον διὰ νὰ συντελεσθῇ. Πβ. Ν. Πολίτ., Παροιμ 1,138) Σάμ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Γνωμ. Ὅταν ἀρχίσῃ ὁ Αὔγουστος νὰ βαρυχειμωνιˬάσῃ, ὁ γεωργὸς τ᾽ ἀλέτρι του ἀμέσως ἂς ταιˬριάσῃ Πελοπν. (Μεσσην) Ἄ gά᾽ Ἀπρίλ᾽ς ἕνα νιρὸ κὶ Μάης ᾽κομα ἕνα, χαρὰ ᾽ς ἰκεί᾽νου τοὺ γιˬουργὸ πὄ᾽ πουλλὰ σπαρμένα Μακεδ. (Βαρβάρ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλ κ.ἀ. Χριστούγιννα βριχούμινα, τὰ Φῶτα χιˬουνισμένα, χαρά ᾿ς τουνι τοὺ γιˬουργὸ πὄ᾽ ᾽ς τὴ γῆς σπαρμένα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ κ.ἀ. || ᾎσμ. ᾽Σ τοὺς κάμπους παίρ᾽ τοὺς γιˬουργούς, ᾽ς τὰ πλάιˬα τοὺς τζουπάνους | πίρασι κιˬ ἀπ᾽ τοὺ χουρουστασιˬό, παίρ᾽ καλουχουριφτᾶδις (μοιρολ) Στερελλ. (Ἀστακ.) || Ποίημ. | Ἤμουν βοσκὸς τσ᾽ ἀμbελουρκός, γιˬωρκὸς τσαὶ περβολάρης ᾽ Χ. Παλαισ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀλετρᾶς 2, ἀλετρευτής, ζευγαριστής, ζευγᾶς, ζευγολάτης, Ξωμάχος, ξωτάρης, ρεσπέρης, χεροδού- λης, χερομάχος, χωραφιˬάρης. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπων. ὑπὸ τὐπ. Γεωργὸς Ἀθῆν. Εὔβ. (Ἀλιβέρ.) Γιουργὸς Μακεδ. (΄Ἑδεσσ.) 2) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν κορασίδες παρατεταγμέναι κυκλικῶς ἐπαναλαμβάνουν ἐν χορῷ τοὺς στίχους, τοὺς ὁποίους ἀπαγγέλλει ἡ εἰς τὸ μέσον τοῦ κύκλου εὑρισκομένη παίκτρια, περιγράφουσαι μετὰ σχετικῶν μιμικῶν κινήσεων τὴν καλλιέργειαν τοῦ σίτου ἀπὸ τῆς σπορᾶς μέχρι τοῦ ἁλωνίσματος Θεσσ. (Καρδίτσ.) Πέλοπν. (Τρίπ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. 3) Τὸ φυτὸν Σκίλλα ἡ παράλιος (Scilla maritima) τῆς οἰκογ. τῶν Λειριιδὥν (Liliaceae) Αἴγιν. Συνών. ἁγιβασιλίτσα 2, ἀγριόσκιλλα, ἀσκέλλα, ἀσκιλλοκάρα, βασιλίτσα 2,κουβαροσκέλλα, κουτσούνα, κρεμμυδόσκιλλα, μπότσικας, μποτσίκι, σκιλλοκρεμμύδα, τσικουρνίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/