ἀχρειογλωσσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχρειογλωσσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχρειογλωσσιˬά ἡ, ἀμάρτ. ἀχρειογλωσσὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχρειόγλωσσος.

Σημασιολογία

Αἰσχρολογία, βωμολοχία. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτσαλοκουβέντα, ἔτι δὲ ἀφύσικα (ἰδ. ἀφύσικος Β 2), ἀφυσικόλογο, ἀχρειολογία 2, ἀχρειόλογο, ἀχρειοστομιˬά, βρομόλογο, παλα͜ιόλογο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/