βρωμωκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμωκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρωμωκοπῶ σύνηθ. βρωμωκοπάω σύνηθ. βρουμουκουπῶ βόρ. ἱδιώμ. βρουμουκουπάου βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρωμῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -κοπῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 246.

Σημασιολογία

1) Ὄζω καθ᾿ ὑπερβολήν: Βρωμωκοποῦν τὰ πόδιˬα του ποῦ δὲ μπορεῖ κἀνεὶς νὰ τὸν πλησιάσῃ. Βρωμωκοπᾷ τὸ σπίτι. Οὑ δεῖνα βρουμουκουπάει πατόκουρφα Ἤπ. 2) Καθιστῶ τι βρωμερόν, ἀκάθαρτον σύνηθ.: Τὰ γουρούνια μᾶς βρωμωκόπησαν τὸν κόσμο. Πβ. βρωμῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/