ἀχρειόλογο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρειόλογο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχρειόλογο τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄχρειος καὶ τοῦ οὐσ. λόγος.
Σημασιολογία
Λόγος ἀχρεῖος, αἰσχρός: Ἔμαθε τὸ παιδὶ καὶ λέει ἀχρειόλογα. Γυρίζει μὲ παλα͜ιόπαιδα καὶ τοῦ ’μαθαν ἀχρειόλογα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχρειογλωσσιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA