γῆ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γῆ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γῆ ἡ, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Καππ. (Οὐλαγ. Τελμ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων. ζῆ Κάλυμν ᾽ῆ Καππ. (Φάρασ.) Κάρπ. Κρήτ. (Βιάνν.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) gῆ Ἀπουλ. χῆ Καππ (Ἀραβάν. Μισθ.) γῆς σύνηθ. ᾿ῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) γῆση Βιθυν (Κατιρλ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Προπ. (Κύζ.) Πληθ γηὲς Λειψ. γῆσες ἐνιαχ. γῆσις Σάμ γῆδες Νάξ. (Γλυνᾶδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ γῆ Ὁ τύπ γῆς πιθαν. ἐκ τῆς συνεκφορᾶς τῆς λ. μετ᾽ ἄλλης ἀρχομένης ἀπὸ σ, ὅπως εἰς τὴν συνήθη φρ. ᾽ς τὴ γῆ ᾽ς τὴν οἰκουμένη κ.τ.τ. Κατὰ Γ. Χατζιδ., Einleit., 277 καὶ ΜΝΕ 1,524, ἐκ τοῦ ἐμπροθέτου κατὰγῆς ἢ ἀπὸ σύμφυρ. τῆς γεν. γῆς μετὰ τῆς ὀνομαστ Ὁ τύπ καὶ εἰς Ἡσύχ., βλ. Φ. Κουκουλ., Ἀθηνᾶ 27 (1915), Λεξικογρ. Ἀρχ. 75. Πβ. FR. Trinchera, Syll. graec. membr. 82 (11ου αἰ.) καὶ εἰς Σκλάβον, Συμφορ. Κρήτ. στ. 252 (ἕκδ. Wagner σ. 60) καὶ εἰς Πεντάτευχ (ἔκδ. D.C. Hesseling) Γένεσ 1,1 καὶ Ἔξοδ. 10,15 καὶ Ἐρωτόκρ. Ε 1529 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «θωρῶ τὸν οὐρανὸ γελᾷ, τὴ γῆς καὶ καμαρώνει». ΙΙβ. καὶ S. Psaltes, (Grammatik Byzant. Chron. 142. Ὁ τύπ. γήση κατ᾽ ἀναλογικ. ἑξομαλισμὸν πρὸς τὰ εἰς -ση θηλ. ὡς βρύση, ζήση, πλάση κ τ τ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ πλανήτης Γῆ λογ κοιν.: Τὸ φεγγάρι εἶναι μικρότερο ἀπὸ τὴ γῆ. Ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο κοιν. Θὰ ζωθῇ ἡ γῆς μ᾿ ἕνα σκοινὶ (ἐκ διηγ.) Πελοπν. (Κοπαν.) 2) Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ πλανήτου Γῆ, ἡ ἔκτασις ἐπὶ τῆς ὁποίας ζῆ καὶ δρᾷ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ ἄλλα ἕμβια ὄντα καὶ ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀναπτύσσονται τὰ φυτὰ κοιν. καὶ Ἀπουλ. ΙΙόντ (Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βγῆκε ὁ ἥλιος καὶ φώτισε τὴ γῆ. Ἔχει ὅλα τὰ καλὰ τῆς γῆς κοιν. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ γῆς ἔγιν᾽ ἕνα (ἐπὶ μεγάλης κακοκαιρίας) Πελοπν. (Μεσσην.) Τ᾿ ἕναν ἡ φωνὴ ᾽ς σὸν οὐρανὸν καὶ τ᾽ ἄλλο ᾽ς σὴν ι-ῆν (ἐκραύγαζε τόσον δυνατά, ὥστε ἡ φωνή του ἐκ τῆς γῆς ἔφθανε μέχρι τοῦ οὐρανοῦ) Τραπ. || Φρ. ᾽Σ τὴ γῆ ᾽ς τὴν οἰκουμένη - ᾽ς τὸν κόσμο - ᾽ς τὸν οὐρανὸ (δὲν ὑπάρχει - δὲ βρίσκεται - δὲν γίνεταί τι ἐφ᾽ ὁλοκλήρου τῆς γῆς, οὐδαμοῦ τῆς γῆς) κοιν. Τοῦτο δὲν ἦταν γενωμένο ᾽ς τὴ γῆς ᾽ς τὴν οἰκουμένη Πελοπν. (Βούρβουρ.) ᾽Σ τὴ ᾿ῆς ᾽ς τὸ gόσμο δὲν ὑπάρχ᾽ ἡ καλωσύνη dου - ἡ ὀμορφιά τζη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἕναν ἀνιψάκι ᾽χα καὶ ᾽ώ ᾽ς τὴ ᾿ῆς ᾽ς τὸ gόσμο κ᾽ ἑπέθανε αὐτόθ. || Φρ. Δὲ dόνε θέλει μουδὲ ᾽ς τὴ γῆ μουδὲ ᾽ς τὸν οὐρανὸ Κρήτ. Ἀπὸ τὴ γῆ ὥς τὸν οὐρανὸ- ὥς τὸ Θεὸ (πολὺ μεγάλο, π.χ. τὸ δίκαιον, ἡ ἀγάπη, ἡ ἔχθρα τινὸς κ.λ.π.) κοιν. Ἔ᾽ δίκιˬου ἄπ᾽d᾽ γῆς ὥς τοὐν οὐρανὸ Θεσσ Πβ. ὁμοίαν διάκρισιν εἰς Μηναῖον 3,25, Ἑσπερ. «ὁ ἔχων θρόνον οὐρανὸν καὶ ὑποπόδιον τὴν γῆν». Τὸν ἔκλαψεν ἡ γῆς κιˬ ὁ κόσμος (ἅπαντες) Σῦρ. Μαζεύτηκε ἡ γῆς κι ὁ κόσμος πολλαχ. Ἤτρεξένε ἡ γῆς τσ᾽ ὁ κόσμος Ἄνδρ. Ἀπὸ τὸ Θεὸ ᾽ς τὴ γῆς τοῦ τὴ bῆρα τὴ bροβατῖνα (χρησιμοποιήσας πᾶν μέσον) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τοὺν ἔρρ᾽ξα ᾽ς τοὺ Θιὸ κὶ ᾽ς τ᾽ γῆς (ἐπαφέθην εἰς τήν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην διὰ τὴν τιμωρίαν του) Στερελλ. (Αἰτωλ) Νὰ σ᾽ εὕρῃ ἡ Θιὸς κ᾽ ἡ γῆ! (ἀρὰ) Ἴμβρ. Ποὺ νὰ μὴ ξημερωθῇς, γῆ καὶ οὐρανέ μου! (ὁμοίως) Κρήτ. Ἀνέμου καὶ καπνοῦ, γῆ καὶ οὐρανέ μου! ὁμοίως) αὐτόθ. Ὁ Θιˬὸς κ᾽ ἡ γῆ νὰ μοῦ τ᾽ ἀξώσῃ! (νὰ σὲ ἴδω νὰ πάθῃς τοῦτο τὸ κακὸν) αὐτόθ. ᾽Πὲ τὸ Θεὸ νὰ τό ᾽βρῃς καὶ ᾿πὲ dὴν ι-γῆ (ἀρὰ) Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Νὰ κάτσ᾽ ἡ γῆ ᾿ποπάνω σου κ᾽ ἐγὼ ᾽ποπανωθκιˬό σου! Κύπρ. Μὰ τὴν ι-γῆν! ῆ Μὰ τὴν ι-ῆν! (ὅρκος) Πόν Ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ γῆ κ᾽ ἡ ψυχή μου! Κρήτ. Νά! Οὐρανὸς κὶ γῆς! (ὅρκος) Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Χάθηκε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς (ἐξηφανίσθη) κοιν. Ἐχάθηκα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τσῆ ᾿ῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ Φρ. Ἐκίνησε γῆν καὶ οὐρανὸν (μετῆλθε τὰ πάντα πρὸς ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ του) λόγ. κοιν. Ἡ γῆ κουβάρι δὲ γίνεται! (δὲν εἶναι τὰ πάντα κατορθωτά) Χίος Τρέμει ἡ γῆς, μὰ δὲ βουλάει (ὁ ἰσχυρὸς ἢ ὁ πλούσιος δὲν κινδυνεύει νὰ καταστραφῇ ἐκ παροδικῶν ζημιῶν) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τί βρέχει ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν τὸ πίνει ἡ γῆς! (ὀφείλει τις νὰ ὑπομένῃ στωϊκὢς πᾶν κακὸν προερχόμενον ἑξ ἀνωτέρας βίας, θείας ἢ ἀνθρωπίνης) Κεφαλλ. Τί ἔβριξιν ἡ οὐρανὸς κ᾽ ἡ γῆ ᾽ὲν dὰ δυνάστην! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λυκ (Λιβύσσ.) Τί δίνει ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὸ βαστάει ἡ γῆ! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Τί ρίχνει ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν τὸ κρατάει ἡ γῆς! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. ( Γαργαλ.) Ὅσα βρέχει ὁ οὐρανὸς ἡ γῆ τὰ καταπίνει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. Ντὸ ἔβρεξεν ὁ οὐρανὸν ἡ γῆ νά μὴν ἐδέχτεν! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ (Τραπ.) Ὁ οὐρανὸν ντὸ ἔβρεξεν κ᾽ ἡ γῆ ᾽γαπούλ᾽ ᾽κ ἐποῖκεν! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. Ἔ᾽ dά ᾿κανε ὁ οὐρανὸς τσ᾽ γῆς δὲ dὸ ἠδέχτη! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σκῦρ. ᾽Σ τὸν οὐρανὸ σὲ γύρευα καὶ ᾽ς τὴ γῆ σὲ βρῆκα! (ἐπὶ ἀπροσδοκήτου συναντήσεως προσώπου, τοῦ ὁποίου ἔχομεν ἄμεσον ἀνάγκην διὰ νὰ μᾶς βοηθήσῃ εἰς δύσκολον κατάστασίν μας) κοιν. ᾽Σ τὸν οὐρανὸ τὸ γύρευα καὶ ᾽ς τὴ γῆ τὸ βρῆκα (δι᾽ ἀγαθὸν τὸ ὁποῖον ἀπεκτήθη ἀνελπίστως) κοιν. Ἀς σὸν οὐρανὸν ντ᾽ ἐράευεν, ᾽ς σὴν ι-ῆν εὗρεν α᾽ (ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ ἐγύρευεν, εἰς τὴν γῆν τὸ εὗρεν· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Χαλδ.) Ὅσο σκεπάζει ὁ οὐρανὸς τὴ γῆ, σκεπάζ᾽ ἡ μάννα τὸ παιδὶ (ὅσο = ὡς, ὅπως· ἡ μητρικῆ στοργή εἶναι ἡ προστατευτικὴ σκέπη τῶν τέκνων) Θήρ. || ᾌσμ. Βγάζει φωνὴ ᾽ς τὸν οὐρανό, φωνὴ κάτω ᾽ς τὴ γῆση, κ᾽ ἡ πόρτα ἀπ᾽ τὸ φόβο της ἄνοιξε μοναχή της Θρᾴκ. (Μέτρ.) Τὴ γῆς τὸν κόσμο κάλεσε, τὴ γῆς τὴν οἰκουμένη, καλεῖ γερόντους γιˬὰ τιμὴ καὶ νιˬοὺς γιὰ τὰ τραγούδιˬα Πελοπν. (Πύλ.) Χρυσῆ κορδέλα ἔπαρε καὶ τὰ μαλλιˬά της δένει, χαρὰ μεγάλη ἔινε ᾽ς τὴ γῆς ᾽ς τὴν οἰκουμένη (ἔπαρε = ἔλαβεν, ἐπῆρε) Προπ. (Μαρμαρ.) 3) Ἡ στερεά, ἡ ξηρά, εἰς ἀντιδιαστολῆν πρὸς τὴν θάλασσαν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. Τσακων.: Δὲ ἔβλεπες παρὰ οὐρανὸ καὶ θάλασσα (κατὰ τὸν πλοῦν)· γῆ δὲ φαινόταν πουθενὰ κοιν. Νὰ πατήσω γῆς, εἶπα μέσα μου, κι ἂν ξαναπατήσω σὲ βαπόρι, νὰ μὲ φτύσῃς! κοιν. Μωρέ, τί δ᾽λε͜ιὰ ἔχου ᾿γὼ μὶ τὶ θάλασσα; Πάτα γῆς, νά εἶσι σίγουρος Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ά.) Κ᾽ ἠβούτ-α κ᾽ ἠπάαιν-νε ᾽ς τὴ ζῆ (καὶ κατεδύετο, ἐνν. ἡ γοργόνα, καὶ κατηυθύνετο πρὸς τὴν ξηρὰν) Κάλυμν. || Παροιμ Ἡ γῆ καταποντίζεται, κ᾽ ἡ Μάρω καθρεφτίζεται (ἐπὶ τῶν ἀσχολουμἐνων μὲ ἐπουσιώδη καὶ προσωπικὰ καὶ κατὰ τὰς δεινοτέρας τῶν περιστάσεων) Κέρκ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ Ἐπάτησα γῆς, χέσω βάρκα σου (δι᾽ αὐτούς ποὐ ἐπιδεικνύουν ἀγνωμοσύνην πρὸς τοὺς εὐεργέτας των) Κεφαλλ. Ἑνεκάτωσεν τὴν γῆ μὲ τὴ θάλασσα (ἐπὶ τῶν μηχανωμένων τὰ πάντα πρὸς ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ των) Ἀμοργ. || Γνωμ. Γῆ πάτα κιˬ ὅπου θὲς περπάτα! (ἡ ξηρά, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν θάλασσαν, εἷναι ἀσφαλὴς εἰς τοὺς ταξιδεύοντας) Χίος || ᾎσμ. Βροντᾷ κιˬ ἀπὸ τὸ πέλαγο, βροντᾷ κιˬ ἀπὸ τὴ γῆση· καράβι καὶ ἀνέστησε καὶ κόπ᾽καν τὰ σκοινιˬά του ΙΙροπ. (Κύζ) || Ποιημ. Ἔξ᾽ ἀναβρύζει κ᾽ ἡ ζωὴ σ᾽ γῆ, σ᾽ οὐρανό, σὲ κῦμα Δ. Σολωμ., 269. 4) Τὸ ἔδαφος, ἀδιακρίτως συστάσεως καὶ εἰς ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὰ ὑπεράνω αὐτοῦ (οὐρανόν, ἀτμόσφαιραν, χάος κλπ.) κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Σείστηκ᾽ ἡ γῆς κάμποσ᾽ ὥρα Θεσσ. Δὲν ξιχώρ᾽ζις γῆ καὶ οὐρανὸ (ἐπὶ μεγάλης κακοκαιρίας) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ρούπωσε ἡ γῆς νερὸ Πελοπν. (Βάλτ.) Χόρτασε ἡ γῆ νερὸ κοιν. Ὅταν κάνῃ πολλὰ χιόνιˬα, ὅλ᾽ ἡ γῆ βγάζει νερὸ κοιν. Δροσίστηκε ἡ γῆς νερὸ Ἄνδρ Ἐδίψασεν ἡ γῆς (ἐκ τῆς ἀνομβρίας) Κῶς Τὴ gαταφά᾽νε τὴν-γῆς (τὴν καταφάγανε, τὴν ἐξήντλησαν διὰ τῆς ἐξορύξεως πυρολίθων) Κίμωλ. Κατρακύλησε ἀπ᾽ τὴ σκάλα καὶ βρέθηκε ᾽ς τὴ γῆ κοιν. Σκάφτουνε τὴ γῆ καὶ βρίσκουνε τ᾽ ἀσήμι Ὄφ. Μέσ᾽ ᾽ς τὴ γῆς ἤκρυψενε τὸ βιˬός του Ἄνδρ. Οἱ ἀgινάρες δὲν ἠβγάλανε ἀπάνω καρπό, μείνανε ᾽ς τὴγ-γῆς Κίμωλ. Ἔρριψεν το ᾽ς τὴ γῆ (τὸν ἔρριψε καταγῆς) Φλογ. Ἅμα δὲ gά᾽ ἡ γῆς χόρτα, τ᾽ λέμι κακουχρουνιˬὰ (ἐνν. τὸ ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐβλάστησαν χόρτα) Τῆν. (Ἰστέρν.) Τὰ λίρας ποὺ ᾽χωσά τα ᾽ς σὴ χῆ (τὰς λίρας τὰς ἔκρυψα ἐντὸς τῆς γῆς) Ἀραβάν Γύρισε, χτύπησε τὸ μυτὶ σὴν ι-ῆ κ᾽ ἔνουσε τί λοῆς ἤτουνε (ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. ᾽Α᾽ σὴν ι-ῆν ᾽ξέβην (ἀπὸ τὴν γῆν ἐξῆλθεν) Ἀνακ. Τὸ ι-χῆ παγωμένο ᾽ναι, μὴ κάρεσαι! (ὴ γῆ εἷναι παγωμένη, μὴ κάθεσαι!) Ἀραβάν ᾽Ν ἐκακούα᾽ τὰν ι-ζῆ (τὸν ἔχωσαν εἰς τὴν γῆν, τὸν ἐνεταφίασαν) Τσακων. Τοῦ παππᾶ τ᾿ ἀφτιὰ ἔχουνε φαρδουλὰ φύλλα κιˬ ἁπλώνουνε ᾽ς τὴ γῆς (τοῦ παππᾶ τ᾽ ἀφτιὰ = ἡ ἐδώδιμος πόα Κοτυληδὼν ἡ ὁριζοντία, Cotyledon horizontalis, τῆς οἰκογ. τὤν Σαρκοφυλλιδὥν, Crassulaceae) Μακεδ. (Μεσορρώπ.) || Φρ. Δὲν πατῶ ᾽ς τὴ γῆ (βαδίζω ἀκροποδητὶ) σύνηθ. Συνών. φρ. πατὦ ᾽ς τὰ νύχιˬα. Δὲν πατεῖ ᾽ς τὴ γῆ (ἐξ ἀλαζονείας ἢ μεγάλης χαρᾶς) κοιν. Ἄνοιξε-σκίστηκε ἡ γῆ καὶ τὸν κατάπιε (ἔγινεν ἄφαντος, ὡς ἐὰν τὸν κατέπιεν ἡ γῆ) κοιν. Ἔσκισεν ἡ γῆ κ᾽ ἤαλέν τον (ἤαλεν = ῆβαλεν· τὸν ἔβαλεν ἐντός της, τὸν κατέπιε. Συνών μὲ τὴν προηγουμ.) Κάρπ. Δυˬὸ μέτρα γῆς πέφτει ᾽ς τὸν καθένα μας - σὲ ὅλους μας (ἂς μὴ εἴμεθα πλεονέκται, διότι τελικὥς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας θὰ συμποσοῦνται εἰς ὅσον χῶρον καταλαμβάνει ὁ τάφος μας) κοιν. Δὲν ἔχει μία ἀσκελιˬὰ γῆς γιˬὰ νὰ θαφτῇ (ἐπὶ λίαν πτωχοῦ ἀτόμου) Πελοπν (Μάν.) ᾽Σ τὴ γῆ πατῶ καὶ ᾽ς τὴ γῆ δὲ βρίσκομαι (εἶμαι ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἀπὸ μεγάλην χαρὰν ἢ θλῖψιν) πολλαχ. Σὲ ᾿ἦς ἐπάτου gαὶ σὲ ῆς δὲν εὑρίσκομου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲ σηκώνει τὰ μάτιˬα ἀπὸ τὴ γῆ (κοιτάζει συνεχῶς πρὸς τὴν γῆν ἀπὸ σεμνότητα, συστολὴν, ἄλλως εἶναι χαμηλοβλεπούσης) κοιν. Γίνομαι γῆς νὰ μὲ πατῇς (ταπεινοῦμαι ὑπερβολικὰ ἀπὸ μεγάλην ἀγάπην ἢ εὐγνωμοσύνην πρός τινα) πολλαχ. Ἀπὸ γῆς ὥς γῆς σκοτώνεται ὁ ἄνθρωπος (καὶ μὲ ἁπλοῦν ὀλίσθημα εἶναι δυνατὸν νὰ φονευθῆ κανείς, ὁ θάνατος καραδοκεῖ ἀνὰ πᾶν βῆμα τὸν ἄνθρωπον) Ἰων. (Κρὴν.) Ἐμπῆκε ᾽ς τ᾽ άβαθα τῆς γῆς (ἐξηφανίσθη ἀπὸ ἐντροπὴν) Πελοπν. (Πάτρ.) Τὸν ἔχωσε ᾽ς τ᾽ ἄφαντα τσῆ γῆς (τὸν ἐξηφάνισε) Ζάκ. ᾽Σ τ᾽ ἄπατα τσ᾽ γῆς θὰ τοὺ βρῇς αὐτὸ (ἐπὶ δυσευρέτων) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽Σ τά τάρταρα τῆς γῆς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λεξ. Βλαστ., 377 Τσῆ γῆς τ᾽ ὠτὶν (τὸ ἀφτὶ τῆς γῆς· δι᾽ αὐτὸν ποὺ γνωρίζει πολλὰ μυστικὰ καὶ τὰ ἀφηγεῖται μὲ λεπτομέρειαν) Οἰν. Πράματα τσῆ γῆς (ἀγροί, κτήματα, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ οἰκήματα καὶ τὰ κινητὰ) Κύθν. Μὰ τὴ γῆ! (ὅρκος) Κρήτ. Μὰ τὴν ι-γῆν (ὁμοίως) Κερασ. Μά ἐτούτη τὴ γῆς ὅπου πατῶ! (ὁμοίως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μὰ τὴ ἦς ποὺ θὰ μὲ φάῃ! (ὁμοίως) αὐτόθ Μὰ τὴ ᾽ῆς ποὺ θὰ μὲ βάλουνε! (αὐτόθ.) Ποὺ νὰ σὲ φάῃ ἡ γῆς! (ἀρὰ) πολλαχ. Ποὺ νὰ σὲ φάῃ ἡ μαύρη γῆς! (ὁμοίως) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ποὺ ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ ᾽ῆς, νὰ σὲ βάλῃ μέσα! (ὁμοίως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ σκιστῇ ἡ γῆς νὰ σὲ καταπιˬῇ! (ὁμοίως) σύνηθ Ν᾽ ἀνοίξ᾽ ἡ γῆς κὶ νὰ σὶ πάρ᾽! (ὁμοίως) Θράκ. (᾽Αδριανούπ.) Ν᾽ ἀνοίξ᾽ ἡ γῆ κὶ νὰ σὶ πιῇ! Μακεδ Νὰ σὲ βάλω ᾽ς τὴ γῆ! (ὁμοίως) Πελοπν. (Βραχν.) Νὰ σὲ βάλω ᾽ς τὴ μαύρη γῆς! (ὁμοίως) Πελοπν. (Γαργαλ.) ᾽Σ σὸ μαῦρον τὴν γῆν νὰ χώνω σε! (ὁμοίως) Οἰν. ᾽Σ σὴν ι-ῆν νὰ ἐμπαίντς! (ὁμοίως) Ὄφ. Τραπ ᾽Σ σὴν ι-ῆν κι ἀπάν᾽ τουμπὶν (= τύμβος, σωρὸς χώματος) αὐτόθ. ᾽Ασ᾽ σὴν ἑντροπὴν μ᾽ ἔλεγα ἂς σκίσκεται ἡ γῆ καὶ παίρῃ με ἀπέσ᾽ Πόντ. ᾽Ασ᾽ σὴν ἐντροπὴν μ᾽ ᾽ς σὴν ι-γῆν ἐσῆβα (= εἰσέβην, εἰσῆλθον) αὐτόθ. Πβ. ἀρχ. Ξενοφ., Κυρ παιδ., 5,5,9 «ἐγὼ μὲν γὰρ δοκῶ δεκάκις ἂν κατὰ γῆς καταδῦναι ἥδιον ἢ ὀφθῆναι οὕτω ταπεινός». ᾽Σ τ᾽ γῆς μπῆκα (ἐξ ἐντροπῆς ἢ ἐκ μεγάλης συμφορᾶς) Εὔβ. (Ἄκρ.) Σκίσ᾽κι ἡ γῆς καὶ μ᾽ ἔβαλε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Δαρδαν. Ποὺ νὰ μὴ σὲ δεχτῇ ἡ γῆς! (ἀρὰ) πολλαχ. Ποὺ νὰ σὲ ξεράσῃ ἡ γῆ! (ὁμοίως) πολλαχ. Νὰ σὲ ξεράσ᾽ ἡ γῆση! (ὁμοίως) Βιθυν. (Κατιρλ.) Ποὺ νὰ σὲ φτύσ᾽ ἡ γῆς σὰ dοὺ λεb᾽νάρ᾽! (= λουπινάρι, λούπινο) Λῆμν. Τσ᾽ ἡ γῆς δὲ dὲ χωνεύει (ἐπὶ ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ) Σκῦρ. || Παροιμ. Σκάει ἡ γῆς καὶ τὸ λέει (καὶ τὸ μεγαλύτερον μυστικὸν θὰ γνωσθῆ κάποτε) Πελοπν. (Γορτυν.) Τρυπάει τ᾽ γῆς (ἐπὶ τῶν πάντα μηχανωμένων πρὸς ἐπιτυχίαν σκοποῦ των) Ἤπ. (Νεγᾶδ.) Ὅσον ἕν᾽ ἀς σὴν ι-ῆν κι ἀπάν᾽ ἄλλ᾽ ἀτόσον ἔ κὶ ἀφκὰ (ἐπὶ τοῦ δολίου) Πόντ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Σὰν ἔ᾽ σπρυχὴ ἡ γῆ, dὲ κάννει σὲ γιορτὴ (σπρυχὴ = ψυχρὴ· ὁ χειμὼν δὲν εἶναι καθόλου πρόσφορος εἰς διασκεδάσεις) Ροχούδ. Π᾿ ἑθέλεσεν κ᾽ ἐπέθανεν, τὴν γῆν χαρὰν ἐποῖκεν (οὐδεὶς θλίβεται διὰ τὸν ἐξ ἰδίας θελῆσεως ἢ ἀπρονοησίας συμβάντα θάνατόν τινος) Κερασ. Ὁπόχει ἀπόξ᾽ ἀπὸ τὴ γῆ κλαίει καὶ παντεχαίνει, ὁπόχει μέσ᾽ ἀπὸ τὴ γῆ κλαίει καὶ δὲν παντέχει (ἡ ἐλπὶς συνοδεύει τὴν θλῖψιν διὰ τὴν ἀπώλειαν ἀγνοουμένου ἢ ἀποδημοῦντος προσφιλοῦς προσώπου, ἐνῷ ἡ θλῖψις διὰ τὸν θάνατον ἀγαπημένου εἶναι ἄνευ ἐλπίδος) Πελοπν. (Ἀρκαδ κ.ἀ.) Ἀπάνω ἀπὸ τὴ γῆ ὅσα εἶναι περνοῦνε, κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν περνοῦνε (ὅλαι αἱ θλίψεις τῆς ζωῆς περνοῦν, μόνον ὁ θάνατος δὲν περνᾷ) Βιθυν. Ἅμα βλέπῃς φαΐ, τρῶε· ἄμα βλέπῃς ξύλο, σκίζε τὴ γῆς τσ᾽ἔbαινε Ἴος Ἁλουναριˬάτ᾽κη βρουχὴ χ᾽σάφ᾽ ᾽ς τ᾽ γῆ (ἡ βροχὴ κατὰ τὸν μῆνα Ἰούλιον βοηθεῖ πολὺ τὴν γεωργίαν) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Αἰνίγμ. Οι ρανὸς χάρκωμα, γῆς πετάλι, κάττη πόδιˬα, φιδιˬοῦ κεφάλι (χάρκωμα = χάλκινος λέβης, κάττης = γάττος· ἡ χελώνα) Κάρπαθ. Ἔχω ἕνα πραματάκι, ποὺ τρουπάει τὴ γῆς καὶ βγαίνει (τὸ σπαράγγι) Πελοπν. (Χατζ.) Σαΐτα κοκκινόκολη τρουπάει τὴ γῆς καὶ βγαίνει (ἡ φτέρη) Πελοπν. (Λακεδ.) Κόκκινη κοσσάρα ᾽ς σὴν ιγῆν θαμένισσα (κοσσάρα = κόττα· τὸ κρομμύδι) Ὄφ. Τοῦ παππούλη μου τὰ γένιˬα | μέσ᾿ ᾽ς τὴ γῆς εἶναι χωμένα (τὸ κρομμύδι) Πελοπν. (Γορτυν. Δάρα Ἀρκαδ. Κοπανάκ. Ξηροκ. κ.ἀ.) Σε͜ιέται ἡ γῆ, σε͜ιέται ἡ κόρη, | σε͜ιῶνται τὰ μεριˬὰ κ᾽ οἱ κόλοι (ἡ γυναῖκα ποὺ ὑφαίνει) Πελοπν. (Χατζ.) Ἀπαπάν᾽ γῆ, άπουκάτ᾽ γῆ κὶ ᾽ς τὴ μέσ᾽ λιβαδιρὸ (ἡ χορτόπιττα) Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Μ᾽ ἕνα πιˬάτο βούτυρο ἁλείφω ὅλη τὴ γῆ (ὁ ἥλιος) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Οὐρανὸς καὶ γῆ κουβάρι | σ᾽ ἕνα τρικλοβυτινάρι, ἔχει πόδια σὰν τῆς γάττας, μαλλιˬαρὰ σὰν τῆς προβάτας (ὁ ἀκανθόχοιρος) Πελοπν. (Ξηροκ.) Οὐρανὸς καὶ γῆ καρσέλα | καὶ ᾽ς τὴ μέση περιστέρα (ἡ χελώνα) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Σαΐτα κοτσινόκολη τὴ γῆ τρουπάει τσαὶ μπαίνει (ὁ βολβὸς) Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) Τηγάνι μαυρουτήγανου ᾽ς τὴ γῆ παραχουμένου (τὸ μυρμηγκι) Θεσσ. (Γερακάρ.) Ἔφαγα τ᾽ ἀγέννητο, τό ᾽ψησα μὲ λόγιˬα, ἤπιˬα τσαὶ νερὸ ποὺ δὲν ἀκούbαγε μήτε σὲ γῆ μήτε σὲ οὐρανὸ (Ὁ ἀποκλεισθεὶς ἀπὸ χιονοθύελλαν κυνηγὸς εἰς ἐρημοκλησι, πού, ὅταν ἐπείνασε, ἔψησε τὸ ἔμβρυον τοῦ αἰγάγρου, ποὺ εἶχε προηγουμένως φονεύσει. Τὸ ἔφησε μὲ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, τὸ ἔφαγε καὶ ἔπιε νερὸ ἀπὸ τὸ κρεμασμένο καντήλι) Πελοπν. (Ξεχώρ) || ᾌσμ. Γίνομαι γῆς νὰ μὲ πατῇς, χῶμα νὰ μὲ σκορπίζῃς, σκλάβος ἐγώ, ρήγισσα σύ, πάdα σου νὰ μὲ ᾿ρίζῃς Κρήτ. Ἀgελικὰ πατεῖς τὴ γῆς, καὶ τῶν ἀgέλω μοιάζεις ᾿Αντίπαρ. Χαρῆτε, νέοι, τὸ dουνιˬᾶ κι ἄλλος dουνιˬᾶς δὲ ᾽γένη, κι ὅπο͜ιος θὰ bῇ ᾽ς τὴ μαύρη γῆς πλέο δὲ μεταβγαίνει Ψαρ. Δὲν τού ᾽ξιρα, λιβέντη μου, πὼς εἶνι ἡ ἀφεντιˬά σου, νὰ γίνου γῆς νὰ μὶ πατῇς, γιˬουφύρι νὰ πιράσῃς Μακεδ. (Κοζ.) Τούτ᾽ ἡ γῆς ποὺ τὴν πατοῦμι, | ὅλοι μέσα θέλα μποῦμι Ἤπ. (Κουκούλ.) Τρέχουν τὰ μάτια μ᾿ δάκρυα, στέκω τὴ γῆς καὶ βρέχω. κανεὶς δὲν ἦρτε νὰ τὰ ᾽πῇ, νὰ τὰ ρωτἠσῃ τ᾽ ἔχω Θρᾴκ. (Μέτρ.) Τῆς μαύρης κόττας τά φτερὰ ᾽ς τὴ γῆς νὰ τιναχτοῦνε καὶ τσῆ κακιˬᾶ γειτόνισσας τὰ μάτιˬα της νὰ βγοῦνε Ἀντίπαρ. Κρῖμα ᾽ς τσὶ νιˬοὶ, κρῖμα ᾽ς τὶ νιˬές, κρῖμα ᾽ς τὰ παλληκάρια, νὰ μᾶς τὰ τρώῃ ἡ μαύρη γῆς, ἡ μαυρισμένη πλάκα Πάρ. (Νάουσ.) Σαράντα μέτρα ἔσκαψα τὴ γῆς μὲ τὴ βελόνα, νὰ βρῶ γκαὶ τὴν ἀγάπη μου τὴ μαρμαροκολώνα Προπ. (Μαρμαρ.) Νά ᾽μουνε ᾽ς τὴ γῆς χορτάρι | τσαὶ ᾽ς τὴ μέση σου ζωνάρι Ἴος Ἡ θάλασσα τσαὶ τὰ βουνά, ἡ γῆς κιˬ ὅλα τὰ πάνdα μοῦ λένε νὰ σ᾽ ἁπαρνηστῶ, μὰ δὲν ἠξέρω γιˬάνdα Ἡράκλ. Σὰν ἀρχινήσω νὰ σοῦ πῶ τὰ πάθιˬα μου τραγούδιˬα, ἡ μαύρη γῆς μαραίνεται, δὲ βγάλλει πιˬὸ λουλούδιˬα Ἀμοργ. Ἀγάλη-᾽γάλη μὲ καιρὸ κ᾽ ἡ γιˬ-ὥρα δὲν ἐχάθη, καὶ μὲ τὰ βότανα τσῆ γῆς γιˬατρεύουdαι τὰ πάθη Κρήτ. Τυραγνισμένο μου κορμί, βασανισμένο σῶμα, κάλλιˬο νὰ σ᾽ ἔτρωγε ἡ γῆς παρὰ ποὺ ζῇς ἀκόμα Κωνπλ. Ἐδῶ τὸ λένε μαύρη γῆς κι ἀραχλιˬασμένο χῶμα, ποὺ οἱ γιˬ-ἄσπροι μαῦροι γίνουνται κ᾽ οἱ κόκκιν᾽ ἀραχλιˬάζουν (μοιρολ.) Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ὁ ξένος μέσ᾽ ᾽ς τὴν ξενιτε͜ιὰ τί θέλει, τί γυρεύει ποὺ ᾿κεῖ ᾽ν᾽ τὸ χῶμα ἀγοραστό, ἡ γῆς καπαρωμένη; (μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) Τέτο͜ια καλὰ δὲ θὰ dὰ βρῇς | ᾽ς τὸν ᾍδη καὶ ᾽ς τὴν κάτου γῆς, ᾽ς τὴ σκοτειδιˬάρα φυλακὴ | ἐκεῖ θὰ πάῃς νὰ κλειστῇς (μοιρολ.) Πελοπν. (Λυγερ.) Θὰ σὲ ρωτήσω νὰ μοῦ πῇς | πο͜ιοὶ ἤρθανε ᾽ς τὴν ᾶπαντὴ (ἁπαντὴ = προῦπάντησις, ὺποδοχή· μοιρολ.) Πελοπν. (Καρυόπ.) 5) Τὸ χὥμα τοῦ ἐδάφους κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κά): Καλὴ - δυνατὴ-παχε͜ιὰ - γερὴ- κοπρισμένη μαλακὴ-βαρικὴ-φτωχὴ-ἀδύνατη-ξερὴ γῆ κοιν. Εἴνι χουντρὸ τοὺ χουράφ᾽, ἔ᾽ γῆς (εἶναι εὔφορον, ἔχει παχὺ χῶμα) Σκίαθ. Τώρα μὲ τσὶ βροχάδες ἡ γῆς εἶναι μαλακὴ Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὰ χουράφιˬα ᾽ς τοὺ gάbου ἔχ᾽νε δυνατὴ γῆς Εὔβ. (Ψαχν. κ.ἀ.) Οὕλου πέτρα εἶνι, δὲ βρίσ᾽ γῆς τ᾽ ἀλέτρι! Τί σ᾽τάρ᾽ θέ᾽ς νὰ κάμ᾽; αὐτόθ. Αὐτὲς οἱ γῆσις ἀραθ᾽μοῦνι τοὺ καλουκαίρ᾽ (ἀραθ᾽μοῦνι = ἀραθυμοῦν, ἔχουν ἀνάγκην ὕδατος) Σάμ ᾽Σ τὰ κατήφορα εἶνι ἀδύνατες οἱ γῆδις Νάξ. (Γλυνᾶδ.) Δὲ βρίσκει γῆς ἡ ἐλιˬὰ γιὰ νὰ μεγαλούσῃ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔχουνε γῆς καλὴ Ἀντίπαρ Ἀβοῦτο τὸ χωράφι καλὸν γῆν ἔχει Κερασ. Μὲ τὰ γῆς πολεμῶ ᾽μα (ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν γεωργίαν) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Φρ. Πῆρε τὸ χρῶμα - τὴν ὄψη τῆς γῆς (ἀδυνάτισε πολὺ ἐξ ἀσθενείας ἢ στενοχωριὦν καὶ ἔλαβε τὸ χρῶμα τοῦ ἀσθενοῦς ἢ τοῦ ἀνθρώπου ὅστις κινδυνεύει νἀ ἀποθάνη) πολλαχ. Γί᾽gι γῆς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Ἄνθρωπος τῆς γῆς (μελλοθάνατος) Πελοπν. (Οἰν.) Ἐγίνουμουν ἀπάν᾽ τῆς γῆς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κερασ. Γῆς καὶ κλήματα! (προσφώνησις πρός τινα, τὸν ὁποῖον ἐπαναβλέπει τις μετὰ πολὺν χρόνον) Ἰθάκ. Μὰ τί γίνηκες, bρὲ νοικοκυρὰ; bὰ γῆς καὶ κλήματα | (αὺτόθ.) Συνών φρ. Σὰν τὰ χιόνιˬα | Χάθηκε γῆς καὶ κλήματα (ἐγένετο παντελὴς καταστροφὴ) Κεφαλλ. Κάνει - φέρνει τὴ γῆς ᾽πὶ γῆς (ἀνακατεύει τὰ πάντα) Κύθν. Ἔκαμεν τὴγ-γῆμ ᾽πὶ ᾿ῆ (ἐκίνησε πάντα λίθον) Ρόδ. Ἔκανε τὴ ᾿ῆς ᾿bὶ ᾽ῆς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τὴν γῆν ᾽πὶ γῆν ἐποῖκεν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κερασ. Θὰ κάμῃ τὴ γῆς ᾽bὶ γῆ νὰ σοῦ κάμῃ τὸ χατίρι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κύθηρ. Τὸ ἔκαμαν γῆς μὶ γῆς (ἄφησαν μόνον τὸ χῶμα της γῆς͵ τὰ πρόβατα π.χ., τὰ ὁποῖα εἰσῆλθον εἰς ἀγρὸν ἐσπαρμένον. Ἐταῦθα τίθεται ἡ πρόθ μὲ ἀντὶ τἦς ἐπί. Πβ. την φρ. ἔμεινε παννὶ μὲ παννὶ = χωρὶς χρήματα) Ἤπ. (Δολιαν.) Ἔκαμα τὴ γῆς μὶ γῆς (ἀνακάτωσα τὸ πᾶν, ἐκίνησα γῆν καὶ οὐρανὸν) Κεφαλλ Ἔκαμε τὴγ-γῆν τρυπητὴ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ρόδ. Συνών. φρ. Τά ᾽κανε ρημαδε͜ιό. ᾿Ο Θεὸς νὰ σὲ φυλά· ἀπ᾽ ἄλαλα παιδιˬὰ κι ἀπὸ φτωχὴ γῆς Κεφαλλ. Ἡ ἀδύνατη γῆ θέλει νοικοκύρη δαιμονιˬάρη (ὁ ἄγονος ἀγρὸς πρέπει νὰ καλλιεργῆται συνεχῶς διὰ νὰ ἀποδίδῃ) Χίος Ἡ γῆ κανένα δὲν ὀχτρεύεται (ἡ γῆ ἀποδίδει εἰς πάντας, ὅταν καλλιεργηθῇ καλῶς) Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Γελᾷς τὴ γῆς κρυφά, γελᾷ σου τζει᾽νη φανερὰ (ἡ παραμικρὰ παραμέλησις τῆς γῆς ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα μεγάλην ζημίαν) Λέσβ. Τὴ γῆ ἕνα νὰ d᾽νι γιλάσῃς, ἱκατὸ σὶ γιλᾷ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Ὅπο͜ιος γελάει τὴ γῆ, κ᾿ ἡ γῆς τόνε γελάει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κεφαλλ. Λίη ᾽ῆς σὲ θεραπέψῃ | καὶ πολλὴ σὲ ξολοθρέψῃ (ἡ περιωρισμένη κτηματικὴ περιουσία καλλιεργουμένη ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ ἰδιοκτὴτου ἀποδίδει, ἐνῷ ἡ καλλιεργουμένη ἀναγκαστικῶς ἢ μὲ ξένους ἢ κακῶς δὲν ἀποδίδει καὶ καταπονεῖ συγχρόνως τὸν ἰδιοκτήτην) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔπεσες χαμαί; Πιˬάσ᾽ τὴγ-γῆν τζαὶ σήκου πάνου (διὰ τῆς ἐργασίας εἰς τὴν γῆν ἐπιτυγχάνεται ἡ οἰκονομικὴ ἀνόρθωσις) Κύπρ, || ᾌσμ. Σ ᾽ ἀγάπησα, τί ἔκαμα; Τῆς γῆς τὴν ὄψη πῆρα (κατήντησα ἑτοιμοθάνατος) Ἄνδρ. Παράστρισε τὸ χέρι μου κ᾽ ἔπεσε τὸ ποτήρι· μηδὲ σὲ γῆση ἔπεσε μηδὲ σὲ πέτρ᾽ ἀπάνου Βιθυν. (Κατιρλ.) || Ποίημ. Κάμνουσιν τσαὶ τὴν γῆν ᾽πὶ γῆν σγιὰν γλυκοσυντυχάν-νουν τσαὶ τσεῖνες πκιˬὸν θαρρούσιμες, γιατὶ τοὺς ὁρκομόν-νουν βάλ-λουσιν ᾽φτὶν ᾽ς τὰ ψεύτικα τὰ λόγια ποὺ σκοτών-νουν Δ. Λιπέρτ., Τζιυπριώτ. τραούδ 3,100. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Κουμμέν᾽ Γῆς Μακεδ. (Σταυρ.) Μεγάλη Γῆ Ρόδ. Κάτω ᾽ῆ Κάρπ. Χάλκ Μέσα ᾽ἥ Κάρπ. Ὄξω ᾽ῆ Κάρπ. Σκασμένη Γῆς Στερελλ. (Ἅγιος Γεώργ.). β) Ἀγρὸς πολλαχ.: Ἔ᾿ πουλλὲς γῆσις Σαμ. Δὲν ἔχει μία ἀσκελέα γῆς καὶ κάνει τὸ νοικοκύρη! Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) || Γνωμ. Σπίτι ὅσο χωρεῖς | καὶ γῆ ὅσο θωρεῖς (ἡ εὑρύχωρος οἰκία δὲν εἶναι τόσον ἀναγκαία εἰς τὸν γεωργὸν ὅσον ἡ μεγάλη ἔκτασις ἀγρῶν) Φολέγ. Γιˬὰ γῆν γιὰ γίδκιˬα (γιˬὰ-γιˬὰ = ἢ-ἢ· δὲν δύνασαι νὰ εἶσαι συγχρόνως καὶ ἐπιτυχὥς καὶ γεωργὸς καὶ κτηνοτρόφος· ἢ τὸ ἕν ἢ τὸ ἄλλο) Κύπρ. γ) Γὴπεδον, οἰκόπεδον πολλαχ. Θέλω νὰ χτίσω, μὰ δὲν ἔχω γῆ δική μου πολλαχ Κοστίζει ἡ γῆ δυˬὸ βολὲς πλιˬότερο κιˬ ἀπὸ τὸ σπίτι Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. οἰκοπεδο, σπιτότοπος σπιτοκαθιˬά, σπιτοκαθισιˬά, τόπος. 6) Περιοχὴ, χώρα σύνηθ.: Ὅπου γῆς καὶ πατρίδα (ὅπου εὐτυχεῖ κανείς, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ πατρίς του, ἀσχέτως ἂν πρόκειται περὶ ξένης χώρας) πολλαχ. Ὅσο καὶ νὰ πῇς, εἶναι ξένη γῆς (ἡ τάδε) (παρὰ τὸ ὅτι ἐκεῖ εὐδοκιμοῦμεν, δὲν παύει νὰ εἶναι τὸ τάδε κράτος ξένη χώρα, ὄχι πατρίς μας) σύνηθ. || Φρ. Τὰ ἔκαμε-ἔγινε γῆς Μαδιˬὰμ (ἐπὶ πλήρους καταστροφῆς. ἡ φρ. ἐκ τῆς καταστροφῆς τῆς «γῆς Μαριˬὰμ» ὑπὸ τοῦ Ἰσραὴλ περιγραφομένης εἰς Ἀριθμ. 81,1 κἐξ.) λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ πολλαχ. Μπῆκαν ᾿ς τὸ μποστάνι καὶ τό ᾽καμαν γῆς Μαδγιˬὰμ Εὔβ. (Ὄρ. κ.ἀ.) Ἤκαμε΄ν τα γῆς Μαριὰμ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σύμ Ἔγιναν γῆς Μαριˬὰμ Πελοπν. (Τριφυλ.) Γενῆκαν οὕλα γῆς Μπαριˬάμ. Δὲν ἔμεινε λίθι ᾽πὶ λίθι Πελοπν. (Γαργαλ.) Γῆς Μαριˬὰμ γί᾽καν Μακεδ. (Σέρρ.) Θά μᾶς ἔφτε͜ιαναν γῆς Μαριˬὰμ Μακεδ. (Γρεβεν.) 7) Ὑπὸ τὸν τύπ. μῆλα τ᾿ς γῆς, τὸ φυτὸν Ἡλίανθος ὁ κονδυλόρριζος (Helianthus tuberosus), τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae), καθὼς καὶ κόνδυλοι τοῦ ἰδίου τοῦ φυτοῦ Θεσσ. (Βαθύρρ. Μυρόφυλλ. Πολυνέρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Γὴλοφ. Δασοχώρ Δεσκάτ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. κ.ἀ.) 8) Ὑπὸ τὸν τύπ. πατάτα τῆς γῆς, ὄνομα φυτοῦ ὅμοιάζοντος πρὸς τὸν κισσὸν Μακεδ. (Μικρὸ Σούλ.) 9) Ὑπὸ τὸν τύπ. φούσκα τῆς γῆς, ὁ γαστερομύκης Λυκόπερδον τὸ τῶν βουκόλων (Lycoperdon bovista) τῆς οίκογ. τῶν Λυκοπερδιδῶν (Lycoperdaceae) Κρήτ. (Νεάπ.) Συνών. ἀλεπόπορδας, ἀλεποπορδή, ἀλεποπόρδι, γαιˬδουροπόδαρο, λαγομάννα, λαγόρχι,πορδομανίταρο Β) Μεταφ 1) Ἡ ὅλη ἐπιφάνεια ὑφάσματος ἢ ἐνδύματος, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔχουν φιλοτεχνηθῆ διακοσμήσεις χρώματος διαφόρου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ κ.ἀ. Φοροῦσε ἕνα μεταξωτὸ φουστάνι· ἡ γῆς του ἤτανε πράσινη μὲ κόκκινα τριˬαdάφυλλα Σῦρ. Ἡ ἦς του ᾽ν᾽ ἄσπρη κ᾽ ἔχει κόκκινα gαδάκιˬα μέσα Ἀπύρανθ. 2) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν βιβλιοδετῶν, ὁ πρῶτος χρωματισμὸς τοῦ ἐξωφύλλου τῶν βιβλίων, ἐπὶ τοῦ ὁποίου γίνονται διακοσμητικαὶ ἀποχρώσεις ἄλλου χρώματος Ἀθῆν. Συνών. βάση 1 γ, κάμπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/