ἀρόδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρόδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀρόδο ἐπίρρ. σύνηθ. ἀρόδου Κέρκ. Μεγίστ. Σύμ. Ὕδρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Βενετ. rota.
Σημασιολογία
1) Ὡς ναυτικὸς ὅρ., μακρὰν τῆς παραλίας, ἐπὶ πλοίου μένοντος ἔξωθεν λιμένος ἢ ἀγκυροβολίου πρὸς ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς ξηρᾶς βραχείας διαρκείας σύνηθ: Ἀράζω-στέκομαι-τραυῶ-φουντάρω ἀρόδο σύνηθ. Τὸ καΐκι ἔκατσε-κάνει βόρτες ἀρόδου Κέρκ. β) Μακρὰν πολλαχ. Κάθομαι ἀρόδο πολλαχ. || Φρ. Τὸν ἔχουν ἀρόδου (κρατοῦν αὐτὸν εἰς ἀπόστασιν, δὲν τὸν συναναστρέφονται) Μεγίστ. Πᾶρε ἀρόδο! (φύγε! Συνών. φρ. πᾶρε πόδι!) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. ἀλλάργα 1. γ) Μακρόθεν Κέρκ.: Μοῦ χρωστάει κἄτι λεφτὰ καὶ περνάει ἀρόδου. 2) Οὐχὶ κατ᾽ εὐθεῖαν, ἀλλὰ δι’ ἐλιγμῶν πολλαχ.: Ἔρχεται ἀρόδο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA