ἀχρειολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχρειολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχρειολογῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. ἀχρειγιολογῶ Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχρειολόγος.

Σημασιολογία

1) Αἰσχρολογῶ σύνηθ. καὶ Πόντ.: Γυρίζει μὲ παλα͜ιόπαιδα κ᾿ ἔμαθε ν᾽ ἀχρειολογῇ. Συνών. ἀχρειοστομίζω. 2) Ὑβρίζω τινὰ δι’ ἀχρείων λόγων Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ὁ δεῖνα μ᾿ ἀχρειολόγησε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/