γηραλέος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γηραλέος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γηραλέος ἐπίθ. λογ σύνηθ. καὶ δημῶδ. Θρᾴκ. (Καλαμ. Μάδυτ Μυριόφ. Πλατάν κ.ἀ.) Ἰων. (Ἐρυθρ.) Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ (Τραπ. κ.ἀ.) Σίφν. κ.ἀ. γιραλέας Στερελλ (Αἰτωλ.) γεραλέος Ἰων. (Ἐρυθρ. Κρήν. κ.ἀ.) Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν κ.ἀ.) Λευκ. Μέγαρ. Μύκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γαργαλ. Κυνουρ. Λάστ Μάν. Μαργέλ. Ξεχώρ. κ.ἀ.) Σῦρ. - Γ. Ξενόπ., Κακὸς δρόμ., 50 κ.ἀ. γιραλέους (Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βορ. ἰδιωμ. γεραλέας Δ. Λουκόπ., Βουνὰ Κατσαντ., 62.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γηραλεος Ὁ τύπ. γηραλέας ἀναλογικ. πρὸς τὸ κοντέας, μουτρέας, χειλέας, ψηλέας κ.τ.τ.
Σημασιολογία
1) Ὁ εὑρισκόμενος εἰς προκεχωρημένην ἡλικίαν ἔνθ᾽ ἄν.: Ὁ γαμπρὸς - ὁ διευθυντὴς - ὁ πεθερὸς εἶναι γηραλέος Σίφν. Μὴ dὸ gοιτᾷς τώρα ποὺ ἔγινε γηραλεος· σὰν ἤτονε νέος, φτερά ᾽χαν τὰ πόδιˬα του! Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἕνας γηραλέος γλεῖ νερὸ (γλεῖ = ἀντλεῖ) Σῦρ Κιˬ αὐτὸς οὑ ἄλλουτισ᾽νός οὑ γηραλεος, ἤθιλι κ᾽βέντις μὶ μᾶς τὰ πιδιˬὰ (ἀλλουτισ᾽νὸς = ἄλλης ἐποχῆς, γέρων) Αἰτωλ. Ἕνα ἄλουγου γηραλέας αὐτόθ. Ἐσκότωσενέ ὁ καβαλλάρης τὸ γεραλέο (= γέροντα· ἐκ παραμυθ.) Μύκ. Κοντά της ἕνας γεραλέος κύριος σοβαρὸς καὶ γλυκὸς Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Ἕνας ἀφ᾽ τσὶ φιλόσοφοι, ἀπὸ τσὶ γεραλέοι εἴπανε νὰ χαιρούνταινε ὅπου κιˬ ἂν εἶναι νέοι Ἱων. (Ἐρυθρ.) || Ποίημ. Κιˬ ἂν θέλετε, κερνᾶτε αὐτὸν τὸν ποιητὴ γιˬατί ᾽ναι γεραλέας, νὰ λάβετε εὐχὴ Δ. Λουκὀπ., ἔνθ᾽ ἀν. β) Παλαιὸς Ἁλόνν Σκόπ.: Γηραλέους, προυτ᾽νὸς σκουπὸς (ἐνν. ἄσματος). 2) Ὡς ούσ. ὑπὸ τὸν τύπ. γεραλέος ὁ, τὸ πτηνὸν Νὴσσα ἡ ἑλληνικὴ (Anas graeca) τῆς οἰκογ. τῶν Νησσιδὥν (Anatidae) ἐνιαχ. Συνών γεροντάκι, γεραντζούλι, ζαμπούρι, ζαθόπαπια, κακανάρι, κολοβούτι, μικροπαππί, μπέχρο, παπιόνι, παπίρι, σαρδέλα, σαρδελίνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA