βρωτίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωτίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρωτίδα ἡ, Θρᾴκ. βρουτίδα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. βωτρίδα Θρᾴκ. (Σηλυβρ) Κύπρ. -Λεξ. Λάουνδ. Μπριγκ. φ’τρίδα Μακεδ. (Βελβ.) βιτρίδα Θρᾴκ.(Σηλυβρ.) βρώτιδα Λεξ. Δημητρ. βώτριδα Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ. Σαρεκκλ. Σκοπ. Φανάρ.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Ἀρν. Καστορ. Καταφύγ. Σέρρ. Σισάν. Χαλκιδ.) Σίφν. κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. σὴς) Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Μ᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ 438. βώτιιδα Σαμοθρ. γώτριδα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐξ ἁρχ. οὐσ. *βρωτίς, δι’ ὃ πβ. τὰ συνών. βρωτήρ καὶ τριχοβρώς.
Σημασιολογία
Τὸ ἔντομον βρωμοῦοα Β 3 γ, ὃ ἱδ. Ἡ βώτριδα ἔφαγε τὴ γοῦνα μ᾿ Σαρεκπλ. Τὰ τρύπ’σε -- ἡ βώτριδα τὰ ροῦχα Σκοπ. Τὰ ροῦχα μου τά ’φαε ἡ βώτριδα Σίφν. Κυπαρισσένιˬα σεντούκια ποῦ νὰ μὴν τὰ πιˬάν’ ἢ βώτριδα Σαρεκκλ. Ὅλα παλα͜ιά, παμπάλα͜ια, ποῦ τά ’φαγε ἡ σκόνι καὶ ἡ βώτριδα Σκοπ. Τὰ καρόρ’λλα τὰ κρύβουν ᾽ς τοὺ σιdού’ γιˬὰ τσοὶ δουτ’κοὶ κὶ τσοὶ βὠτριδις Κομοτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA