βυζαδέρφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζαδέρφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιατικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βυζαδέρφι τό, Θρᾴκ. (Μέτρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βυζὶ καὶ ἀδέρφι.
Σημασιολογία
Ὁ θεωρούμενος ὡς ἀδελφὸς πρός τινα ὡς θηλάσας ἐκ τοῦ ἰδίου μαστοῦ (οὗτοι θεωροῦνται ὡς πραγματικοὶ συγγενεῖς᾿ ὅταν δὲ συμβῇ νὰ εἶναι ἄρρεν πρὸς θῆλυ, ἀπαγορεύεται ὁ γάμος των).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA