βυζαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βυζαίνω, βυζάνω Ἄνδρ. Ἤπ. (Κόνιτσ. Χιμάρ.) Θρᾴκ. (Καλόδ.) Καλαβρ. Καππ Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Κύπρ Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Ἐγκαρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) -Λεξ. Περιδ Βυζ. ᾿Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ. β’ζάνου Θρᾴκ. Λέσβ. κ.ἀ βυζάν-νω Ἀπουλ. Ἰκαρ. Κύπρ. Ρόδ. βυζ-ζάνω Χίος (Καρδάμ.) βυζάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βυζ-ζάν-νω Καρπ. ᾿υζ-ζάν-νω Κάρπ. βυτζάνω Ἀστυπ. Κάρπ. (᾿’Ελυμπ.) Σύμ. βυdτζάν-νω Ἀπουλ. Καλαβρ. βουζάνω Θρᾴκ. βυζαίνω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. β’ζαίνω Στερελλ. (Δεσφ.) β’ζαίνου βόρ. ἰδιώμ. βυζιαίνω Πελοπν. (Γέρμ. Μάν. Πάνιτσ.) βυγιˬαίνου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βυζῶ Ἀπουλ. μυζοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) μυζ-ζαίνω Ἰκαρ. μυζάνω Καππ.(Φερτ.) μουντοῦ Τσακων. Μετοχ. βυζαινούμενος Πελοπν. (Λακων) βυζαινάμενος Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.) βυζούμενος Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.Γορτυν.) βυζ-ζαμένος Καλαβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. βυζάνω, παρ’ ὃ καὶ βυζάω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. μυζάω δι᾿ ἀνομοιωτικὴν τροπὴν τοῦ μ εἰς β. Ἰδ. Κορ ᾿Ατ.2,87 ΓΧατζιδ. Γλωσσολ.Μελέτ. 188, ἐν ᾽Αθηνᾷ 38 (1926) 15 κἑξ. καὶ ἐν Glotta 15 (1927) 144 κἑξ. Ὁ τύπος βυζάνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἐβύζασα ἢ ἐκ τοῦ ἀρχαιοτέρου *μυζάνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχαίου μυζάω διὰ τὸν ἄορ. ἐμύζησα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 15. Διὰ τὸν τύπον βυζαίνω ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,296.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀπομυζῶ. ροφῶ τὸν χυμὸν πράγματός τινος πολλαχ. καὶ ᾿Απουλ. Καλαβρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Σταυρ.) Τσακων.: Ἡ ἀβδέλλα βυζαίνει. Ἡ μέλισσα βυζαίνει τὸ λουλούδι πολλαχ. Τὸ τσιμπούρι τοῦ μυζᾷ τὸ αἶμα Κίτ. Ὁ ψύλλον βυζάν’ τ᾿ ἀνθρωπι’ τὸ αἷμαν Σταυρ Ἔγι μουντοῦ τὸ ὕο ἀπὸ τὸ πόλλημα (ἀπομυζᾷ τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ μαντήλι) Τσακων. 2) Θηλάζω α) Ἐπὶ βρέφους ἢ θηλαστικοῦ ζῴου, ροφῶ γάλα ἀπὸ τὸν μητρικὸν μαστὸν κοιν. καἱ ᾿Απουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ Κοτύωρ Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ παιδὶ βυζαίνει τὴ μάννα του ἢ ἁπλῶς βυζαίνει. Βυζαίνει τὸ ἀρνάκι–τὸ γαττάκι-τὸ κατσικάκι κττ. κοιν. ΙΙ Φρ. Βυζαίνει τὸ δάχτυλό του (φέρεται ὡς νήπιον, ἀνοηταίνει) πολλαχ. Βυζάνει γάλα ἀκόμη (ἐπὶ τοῦ ἐντρυφῶντος εἰς τὴν πατρικὴν περιουσίαν) Ἤπ. || Παροιμ Τὸ καλὸ τ’ ἀρνὶ βυζαίνει ἀπὸ δύο μαννάδες (ὁ εὐπροσήγορος εὐκόλως πείθων τοὺς ἄλλους πολλὰ δύναται νὰ ἐπιτύχῃ. Πβ. ΝΠολίτ Παροιμ. 3, 320-323) πολλαχ. Ἡ γλυκε͜ιὰ γλῶσσα βυζιˬαίνει ἑβδομηνταδυˬὸ βυζιˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ σημ. καὶ. μεσν. Μετοχ. βυζούμενος,ὁ θηλάζων Πελοπν. (Γορτυν.): Γάλα ἀπὸ φρεσκογεννημένη γυναῖκα, ποῦ νά ᾿χῃ βυζούμενο ἀρσενικό. β) Ἐπὶ μητρὸς παρέχω τὸν μαστὸν εἰς τὸ βρέφος πρὸς θηλασμὸν κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ Κερασ.Κοτύωρ. Κρώμν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἡ μάννα βυζαίνει τὸ παιδί της. Ἡ ἀγελάδα βυζαίνει τὸ μοσκάρι της κοιν. || Ἆσμ. Φλεβάρι, φλέεες ἄν-νοιξε τοὶς ρῶγες τῶ βυζιˬῶ μου γιˬὰ νὰ βυζάσω τὸ παιδίν τσαὶ νὰ τὸ μεαλώσω (φλέες=φλέβες) Μεγίστ. Ἐννεˬὰ μῆνες μ᾿ ἐύζ-ζασεν ἡ ἕρημή μου μάννα τσαὶ τώρα τῆς ἐρνίστηκα, γλυτσε͜ιά μου μαζ-ζουράνα (ἐύζ-ζασε=ἐβύζασε, ἐρνίστηκα=ἐγκατέλειψα) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 3) Ἀπορροφῶ. ἐπὶ πραγμάτων ἐν γένει ἀπορροφώντων ὑγρὰ Κεφαλλ. Πελοπν. (Γορτυν. Κορινθ.) Σέριφ.: Ὁ ἀσβέστης βυζαίνει Κεφαλλ. Τὸ χωράφι βυζαίνει Κόρινθ. Ἡ ’μυγδαλεˬὰ βυζάνει ’ς τὸ χτῆμα μας Νάξ. Βυζαίνει τὸ πετσὶ ’ς τὸ bάgο (διὰ κτυπημάτων ἀπορροφᾷ τὴν ὑγρασίαν καὶ ἐφαρμόζεται καλῶς εἰς τὸν πάγκον πρὸς κατεργασίαν) Σῦρ. || Φρ. Τό ’χει βυζάξει (ἐνν. τὸ κρασί, ἐπὶ μεθύσου) Γορτυν. 4) Ἀπορροφῶ διὰ δίνης καταπίνω, ἐπὶ θαλάσσης Εὔβ. (Ψαχν.): Μὴν πάς κατὰ ᾿κεῖ γιˬατ’ ἔ’ μάτιˬα κὶ θὰ σὶ β’ζάξ’ ἡ θάλασσα. Β) Μεταφ. 1) Οἱονεὶ ἀπορροφῶ τὴν ἰκμάδα τινός, ἐξασθενίζω Λεσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺν β’ζαί’ ἡ ἀρρώστια Αἱτωλ. Οὑ τόπους ἐτοῦτους σὶ β’ζαίν’ (σὲ ἐξασθενίζει) αὐτόθ. β) Αμτβ ἐπὶ μελῶν ἀσθενοῦντος παρεχόντων τὴν αἴσθησιν νυγμῶν ἢ ζητούντων τανυτὸν Πόντ. (Χαλδ.): Βυζάν’νε τὰ ποδάρ μ’–τὰ έρ μ’-τ’ ὠμία μ’ κττ. 2) ᾿Εκμεταλλεύομαί τινα οἰκονομικῶς ἀποσπῶν ὑλικὰ ὀφέλη πολλαχ.: Τὸν βυζαίνει καλὰ (τοῦ ἀφαιρεῖ ἀρκετὰ χρήματα). Τὸν βυζαίνει σὰν τὴν ἀβδέλλα. Βρῆκε ὁ δεῖνα καὶ βυζαίνει. Συνών. βυζακώνω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/