γητεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γητεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γητεύω ᾿Αμοργ. Βιθυν. (Νικομήδ.) Εὔβ. (Αἰδηψ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Κοκκιν. Μαργαρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Κομοτ Σηλυβρ. κ.ἀ.) Ἰων. (Σμύρν. κ.ἀ.) Κύθν. (Δρυοπ.) Μῆλ. Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Καλάμ. Λακεδ. Λάστ. Λυγερ. Μεγαλόπ. Μεσσην. Μονεμβασ. Οἰν. Τριφυλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀντρεἀντ. Ἴμερ. Κρώμν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Χίος (Ἐγρηγόρ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ. Περιδ. Βυζ. Μπριγκ. γητεύω ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γητεύου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσαλ. (Συκαμν.) Θρᾴκ. (Ἀδρίανούπ. Ἡρακλίτσ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Βόλβ. Γιδ. Δαμασκην. Ἐράτυρ. Κοζ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αὶτωλ. Ἀκαρναν.) Τὴν. ᾽τευ᾽ου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Στρόπον. κ.ἀ.) Ἴμβρ. γητεύγω Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κάρπ. Κράτ. (Ἅγιος Βασίλ. Ἅγιος Γεώργ. Ἀνατολ. Ἀποκόρ. Μεραμβ. Νεάπ. Πεδιἀδ. κ.ἀ.) Κῶς Μεγίστ. Σίφν. Χίος (Πισπιλ. Φυτ.) γητεύγου Εὔβ. (Κουρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) γητεύκω Κύπρ. Κῶς (Πυλ.) γητεύγκω Ρόδ. Χίος (Καρδάμ.) γητεύgω Κῶς (Καρδάμ.) γιˬουτεύω Πελοπν. (Γεράκ.) γιουτεύγκω Ρόδ. ἀ᾽τεύου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀγητεύγου Λέσβ. ἀητεύω Μύκ. Σῦρ. ἀητεύου Λῆμν. Σάμ. (Παλιόκαστρ) Στερελλ. (Ὑπάτ.) Τὴν. γκητεύω Πελοπν. (Οἰν.) ᾽ητεύω Εὔβ. (Κάρυστ.) Μύκ. Πόντ. (Σινώπ.) Προπ. (Πέραμ.) ᾿ητεύου Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Θεσσ. (Βαθύρρ. Δομοκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Κουφάλ. Σταυρ. Τσουκαλᾶδ. κ.ἀ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Δεσφ. Παρνασσ. κ.ἀ.) ᾽ητεύγω Κάρπ. ᾽ητεύκω Κόπρ. Χάλκ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γητεύω καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. γοητεύω. Βλ. Ἰω. Καλλέρ. εἰς Λεξικογρ. Δελτ 8 (1958), 17-24.
Σημασιολογία
1) Διὰ μαγικῶν λόγων καὶ ἐνεργειῶν θεραπεύω ἢ ἀποτρέπω κακόν, ὡς νόσον, βασκανίαν κ.τ.τ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁταν ἔχου ἕνα κριθαρά᾿ ᾽ς τοὺ μάτ᾽, γιˬὰ νὰ μ᾽ πιράσ᾽, τοὺ γ᾽τεύουν Στρόπον. Τ᾽ ἀνιμουπύρουμα ἔτσ᾽ κὶ δὲ dοὺ γητέψ᾽ς, δὲ γιˬατρεύιτι (ἀνιμουπύρουμα = τὸ ἐρυσίπελας) Λιχὰς Ξέρου μιὰ γ-γεναῖκα ποὺ γητεύγει τὰ κωνάτσα (κωνάτσι = ἀπόστημα μασχάλης) Κουρ. Νά ᾽ρτῃς νά σοῦ γητέψω τὲς μερμηνgιˬές σου (μερμηνgιˬές = οἱ ἀκροχορδόνες) Καρδαμ Σὶ πουνεῖ λιμός; Σῦρι ᾽ς τ᾽ γριὰ-Στάθινα νὰ σὶ ᾽τέψ᾽ Ἁγία Ἄνν. Ἐπῆγα ᾽ς τὴ Χατζῖνα καὶ μοῦ γήτεψε τὸ πόνεμα καὶ dελόγο εἶδα διˬαφορά (dελόγο = ἀμέσως) Νεάπ. Ἐγήτεψέ μου τὴ λ-λειχῆνα Ρόδ. Μὲ τὰ λόγιˬα τ᾽ ἀητεύου τὸ ἀνεμοπύρωμα Σῦρ. Ἔν᾽ νὰ γητέψω τοὺς λιμπούρους νὰ φύουσιν (τοὺς λιμπούρους = τὰ μυρμήγκια) Κύπρ. Ξέρω τζαὶ γητεύκω τὸ δάκ-αμ-μαν τῆς κουφῆς (κουφὴ = ἡ ἔχιδνα) αὐτόθ. Τὸ παιδὶ ἐματάστεν, δέβα γήτεψον ἀτο (τὸ παιδὶ ἐβασκάνθη, πήγαινε νὰ τὸ ξεματιάσης) Σταυρ. Ἄμε ᾽ς τὸ μαναστήριν ὰ γητέψῃ το ὁ καλόγερος, bὰς φύῃ τὸ σημάιν ἐευτὸ Φυτ. Ἔν εἶμ᾽ ἐγιˬὼ ποὺ τὰ γητεύκω, | ᾽έν᾽ ἀφέντης ὁ Χριστὸς | τζ᾽ ὁ ἀφέντης ὁ Θεὸς (ἐπῳδὴ) Κύπρ. Συνών. μαντολογῶ. β) Προσβλέπων ἀτενῶς διὰ τῶν ὀφθαλμῶν καθιστῶ τινα ὑποχείριον, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Τῆν. - Α. Τραυλαντ͵, Ἐξαδἐλφ. 25. Τὅλειπε ἡ λάμψη τῶν ματιῶν, τὄλειπε ἐκεῖνο πού ᾽χε ἡ Νένω καὶ μάγευε καὶ γήτευε, ὅπως γητεύει τὸ φίδι ἐκεῖνον ποὺ θὰ φάῃ (τὄλειπε = τοῦ ἔλειπε) Α. Τραυλαντ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἐμβολιἀζω τινα Σκῦρ. ᾽ ᾽Ητεψα τὸ παιδί, μὰ δὲν ἔπιˬασε τὸ ᾽ήτεμα. Πβ. γήτεμα 2. Συνών. βατσιναρίζω, βατσινάρω, βατσινιˬάζω (ΙΙ) 1, βατσινώνω, μπολιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA