βυζάκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζάκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βυζάκα ἡ, Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 2,21.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζάκι κατὰ τύπον μεγεθυντικόν.

Σημασιολογία

1) Λίθος παραθαλάσσιος ἢ ποτάμιος (ἐκ τῆς ομοιοτητος πρὸς μαστὸν διὰ τὴν στρογγυλότητα τοῦ σχήματος) ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὰ στήθη της ἕν᾿ μάρμαρον, βυζάκα τὰ βυζιˬά της τ᾿ ἄν ἔχουν γάλαν, πκο͜ιὸς πελ-λὸς πά’ νὰ τὰ πιπιλίσῃ; ΔΛιπερτ ἔνθ’ ἀν. 2) Πέτρα ἐν γένει ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Μαχαιρᾷ 1 404. (ἔκδ. RDAwkings) «καὶ τὸν πύργον. ὅπου εἶναι κοντὰ τῆς πόρτας τοῦ Φόρου, ἐγεμῶσαν τον χῶμαν καὶ βυζάκες καὶ ἐποῖκαν τον ὡς γοιὸν καστέλλιν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/