βυζάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βυζάκι τό κοιν. β’ζά’ βόρ. ἰδιώμ. βυζάτιν Κύπρ. βυζάτσι Θήρ. βουζάκι Ἤπ. βουζάτσι Αἴγιν. βουζάι Τσακων.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βυζὶ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Παρὰ Σουΐδ. βιζάκιον=μικρὸς λίθος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Μικρὸς μαστὸς γυναικὸς καὶ ζῴου κοιν. καὶ Τσακων.: Τὰ βυζάκια τῆς κωπέλλας -τῆς κατσικοὑλλας κττ. κοιν. || ᾎσμ. Εἶδα τὴ bούλε͜ια π’ ἄστραψε καὶ τὸ φεγγάρι ἐχάθη, εἶδα καὶ τὸ βυζάκι σου ποῦ εἶν’ ἄσπρο σὰ bαbάκι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾽Αλεσε, μύλο μ᾿, ἀ’λεσε τῆς Μάρως τὰ βουζάτσα, ποῦ τὰ λιμπίστη ὁ Κωσταντῆς τσ᾿ ἔτρεχε τὰ σοκάτσα Αἴγιν. ᾿Ασπρα βυζάκιˬα κιˬ ὄμορφα, δὲν εἴ bολλὰ μεγάλα, ἄχι καὶ νὰ τὰ βύζανα πρίχου νὰ βγάλουν γάλα Κρήτ. Συνών. βυζέλλι, βυζούλλι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βυζάτι καὶ ὡς τοπων. Κύπρ. 2) Συνεκδ. τὸ μητρικὸν γάλα Πελοπν. (Ἀργολ. Μάν.): Θέλει νὰ πιˬῇ βυζάκι τὸ παιδάκι μου. Ἀργολ. Δῶσ’ τοῦ παιδιοῦ νὰ φάῃ τὸ βυζάκι του Μάν. Β) Μεταφ. 1) Μικρὸς παραθαλάσσιος ἢ ποτάμιος λίθος (διὰ τὴν στρογγυλότητα τοῦ σχήματος) Κύπρ.: Ἐπῆεν τσ’ ἐγέμωσεν τοὶς ποδεές του βυζάτιˬα. || Ἆσμ. Ἔβαλιε τ᾿ ἄστρη πάπλωμα, τὴν μαύρην γῆν κρεββάτιν καὶ δυˬὸ βυζάτιˬα τοῦ γιˬαλοῦ βάλ-λει μαξιλ-λαράκιν Συνών. βυζακούδιν. Πβ. βυζακόροτσα, βυζακόπετρα, βύζακος. 2) ᾿Αντικείμενον μαστοειδές ὡς ἡ βολβώδης ρίζα τοῦ ἀσφοδέλου ἡ ἀπὸ τῆς ρίζης φυτοῦ παραφυὰς κττ. (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1,18) Ἰων. (Κρῆν) Κύπρ. 3) Βότανον κατὰ τῶν χοιράδων, πιθανῶς διὰ τὰς μαστοειδεῖς του ρίζας ἡ τοῦ Διοσκουρ (4,93) γαλίοψις (scrofularia peregina ) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae) (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1,10) Ἰων. (Κρήν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/