ἀχρέωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρέωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχρέωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀχρίωτος Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χρεωτός<χρεώνω. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ ε εἰς ι ἐν τῷ τύπῳ ἀχρίωτος ἰδ. Ν Andriotis ἐν Ἀρχ. Θρᾳκικ. Θησ. 6 (1939, 40) 176 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ βεβαρημένος μὲ χρέος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄνθρωπος-νοικοκύρις ἀχρέωτος. Ἀμπέλι-σπίτι-χτῆμα ἀχρέωτο σύνηθ. Ἀχρέωτον ψωμὶν Οἰν. || Γνωμ. Μονάχα ὁ άχρέωτος εἶν᾽ ἀλήθε͜ια νοικοκύρις Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA