γιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμοσ
Τυπολογία
γιˬὰ σὺνδ. (ΙΙΙ), σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Δίλ. Μαλακ. Μισθ. Οὐλαγ. Φάρασ. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Νικόπ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) ζιˬὰ Κάλυμν. ᾽ιˬὰ Μακεδ. (Βογατσ. Γαλάτιστ. Χαλκιδ.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) - Λεξ. Βάιγ ᾽εˬὰ Κάρπ. Κάσ. Λυκ. (Λιβὺσσ.) ἐγιˬὰ Χάλκ. γὲ ᾽Ιθάκ. Λευκ. Πελοπν (Ἀρκαδ. Λάστ.) Σύμ. γιˬοὺ Κὺπρ.
Ετυμολογία
Τὸ Τουρκ. ya = ἢ, βεβαίως, καὶ λοιπόν.
Σημασιολογία
1) Ἤ σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Καππ. (Δίλ. Μισθ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Νικόπ. Ὄφ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Πότε ἦρτες, Τρίτη γιὰ Τετράδη; Ἰθάκ. Νὰ σ᾿ πιριμένου γιˬὰ ὄ᾽; Θεσσ. (Πτελοπούλ.) Γιˬὰ θὰ πᾷς γιˬὰ θὰ φᾷς ξύλο Κρήτ. Τὴ γαλατσίδα τὴν gουπανᾶν κὶ τὴ ρίχνουν ᾿ς τοὺ πουτάμ᾽ γιˬὰ ᾽ς τοὺ κανά᾽ γιˬὰ ψάριˬα Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) Γιˬὰ θὰ μὶ λαήσ᾽γιˬὰ μὰ τ᾽ σπάτσ᾽ (ἢ θὰ μοῦ πῇς ἢ θὰ σὲ σφάξω· ἐκ παραμυθ.) Χαβουτσ. Ὅπο͜ιος κλαδεύκει τὴν ἐλιˬὰ πρέπει νά ᾽ναι γιˬὰ πελ-λὸς γιˬὰ μεθυσμένος (πελ-λὸς = τρελλὸς) Κύπρ. (Κυθρ.) Γιˬὰ ἔλα γιˬὰ θὰ ἔρχουμαι Ἴμερ. Ξεπαρσάλωσε, μωρέ, τὴ bόρτα γιˬὰ κάνα πανεθύρι, γιˬατὶ gουσιˬάσαμε ᾿παμέσα (ξεπαρσάλωσε = ἄνοιξε, gουσιˬάσαμε = σκάσαμε, ᾿παμέσα = ἐδῶ μέσα) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || Παροιμ Γιˬὰ παππᾶς-παππᾶς | γιˬὰ ζευγᾶς-ζευγᾶς (ἡ ἐνασχόλησις συγχρόνως μὲ πολλὰ εἶναι ἐπιζήμιος) συνήθ. Γιˬὰ παπ-ᾶς-παπ-ᾶς | γιὰ καθάρgιος μυλωνᾶς (καθάρgιος = πραγματικός· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κῶς (Πυλ.) Γιˬὰ τοῦ ὕψους | γιˬὰ τοῦ βάθους (ἐπὶ τῶν προβαινόντων εἰς παρατόλμους καὶ ἀλογίστους ἐνεργείας) κοιν. Γιˬὰ ἔρο | γιˬὰ μέρο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Βιθυν. Τοῦ φτωχοῦ τὸ εὕρημα | γιˬὰ καρφὶ γιˬὰ πέταλο (τὸ τυχερὸν τοῦ πτωχοῦ εἶναι πάντοτε εὐτελοῦς ἀξίας) Αἴγιν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Γιˬὰ πρᾶξε γιˬὰ μετάπραξε γιˬὰ ᾽πὸ τὸν gόσμο λεῖψε (ἐπὶ τῶν ἀτόλμων καὶ μὴ δραστηρίων) Κῶς (Πυλ.) Καὶ τ᾽ ἁι-Νικολοβάρβαρα γιˬὰ βρέχει γιˬὰ χιονίζει Μῆλ Ὅπο͜ιος τρώει τσαὶ συντυχάν-νει γιˬὰ κανέναβ βοῦκοχ χάν-νει γιˬὰ τὴν γλῶσσαν του δακ-κάν-νει (ἐπὶ τῶν ἀσχολουμένων μὲ περισσοτέρας ἀπὸ μίαν ἐργασίας) Κύπρ. (Λευκωσ.) Γιˬὰ μ᾽κρὸς-μ᾽κρὸς παdρέψ᾽ γιˬὰ μιγάλους καλουϊρέψ᾽ (τὰ πάντα πρέπει νὰ γίνωνται εἰς τὸν κατάλληλον χρόνον) Σάμ Ἡ παροιμ εἰς παραλλ. πολλαχ. Τὰ ξένα χέρια γιˬὰ δὲ θὰ σὲ ξύσουν γιˬὰ θὰ σὲ ζουγρανίσουν (= γρατσουνίσουν· ἡ προσφερομένη ὑπὸ τῶν ξένων ὑπηρεσία εἶναι ἢ ἀνώφελος ἢ ἐπιζήμιος) Θρᾴκ. (Σουφλ.) || ᾌσμ. Καλῶς ἀdαμωθήκαμαν ἐμεῖς οἱ dερτιλῆδες. νὰ κλάψουμε τὰ dέρτιˬα μας καὶ τὰ παράπονά μας τοῦτο dὸ χρόνο τὸ gαλό, τὸν ἄλλο πo͜ιὸς τὸ ξέρει γιˬὰ ζοῦμε γιˬὰ πεθαίνουμε γιˬὰ σ᾽ ἄλλο dόπο πᾶμε Ἤπ. (Μαργαρ.) κ.ἀ. Κόρη, γιˬὰ ἠκουράστηκες γιˬὰ τὸ ν-νερό λ-λυπᾶσαι Λέρ. Καὶ σένα τ᾽ ἀδερφάκι σου ᾽ς τὰ ξένα ποὺ γυρίζει γιˬὰ τὰ θεριˬὰ τὸ φάγανε γιˬ᾿ ἄλλη καμμιˬὰ τ᾽ ὁρίζει Καρ. (Γέροντ.) 2) Ὡς μόρ. βεβαιωτικόν, βεβαίως, ἀσφαλῶς, λοιπόν, μάλιστα, τιθέμενον συνήθως εἰς τὸ τέλος τῆς προτάσεως, ἐνίοτε ὅμως καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν μὲ τὴν σημ. τοῦ ναὶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Μαλακ Οὐλαγ. Φάρασ. Φλογ.) Πόντ (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Πάρ᾽ το γιˬά! Ἔλα γιˬά! Πεινᾷς;-Πεινῶ γιˬά! σύνηθ. Καλά ᾽ναι ἡ κουνιˬάδα του; - Καλά ᾽ναι γιˬά! Πελοπν. (Παπούλ.) Δὲν ἔχισκαν νὰ φᾶνε γιˬά! Φλογ. Τι᾽ φταίγω γιˬὰ ἐγὼ τώρα καὶ βρίζ᾽με αὐτὴν παλιˬογεναῖκα; Βιθυν. (Κουβούκλ.) Εἴχαμε δυˬὸ σπίτιˬα γιˬά! Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Ἰσυ τοὺν βάρισις; -Ἰγὼ γιˬά! Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ἔ! κάψα σήμιρα! Καλουκιρά᾽ γιˬά! Λῆμν. Κιχαγιαδέλιˬα δὲν εἴμαστι, γιˬά! (κιχαγιαδέλιˬα = βοσκόπουλα) Σαμοθρ. Ἡ μάννα προσκάλεσε ἅμαξες, μάζεψε τὸ gόσμο - βασιλικὸς γάμος γιˬά! (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Γιˬά, τοὺν λέει, θὰ σὶ δώσου μιˬὰ τέχνη, ποὺ θὰ βγά᾽ς εὔκουλα παρᾶδις Μακεδ. Γιˬά! τί πάdιχις; Θὰ μὶ γλύτρουνις; Ἤπ. (Ἰωάνν.) β) Μήπως, εἰς ἐρωτηματ. προτ. πρὸς δήλωσιν ἀρνήσεως Ἐρεικ. Θεσσ (Βαθύρρ.) Καππ. (Φάρασ.) Κέρκ. (Λευκίμμ.) Κύπρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Πόντ.: Γιˬὰ ξέρω ᾽γὼ ἂν θὰ πάῃ ὁ πατέρας μου ᾽ς τὴ bόλη; Λευκίμμ. Ἀλλά, γιὰ ἔκαμα καὶ λίγα; Ἕντεκα κεφάλια παιδιˬά! Ἐρεικ. Τσαὶ γιˬὰ σ᾿ ἔδα σήμιρα; Λεῦκ. Ἔχ᾽νι κριˬὰς ᾽ς τοὺ Σουφλιˬᾶ! Ἀ γιˬά μ᾿ θὰ πάου κὶ ᾽ς τοὺ Σουφλιˬᾶ; Βαθύρρ. 3) Ὡς σύνδ ἀντιθετικός, καὶ ὅμως Μακεδ. (Χαλκιδ.) 4) Συνεκφερόμενον μετὰ τοῦ καὶ ὡς χρονικὸς σύνδ., μόλις, εὐθύς ὡς Κρήτ.: ᾎσμ. Ἐτσὰ τὸ λὲς πὼς μ᾽ ἀγαπᾷς, μὰ γιˬὰ καὶ ν᾽ ἀπογείρω, ἅφτεις κερὶ ᾽ς τὴ bαναγιˬὰ νὰ μὴν ξαναγιˬαγείρω (ἁπογείρω = φύγω, ἀπομακρυνθῶ· ξαναγιˬαγείρω = ἐπιστρέψω) Συνών. ἔτσι καί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA