γιˬαγίνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγίνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαγίνι τό, ἐνιαχ. γιˬαγίν᾽ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Σάμ. γιˬαΐνι Βιθυν. (Ἀπολλων.) γιˬαΐ᾽ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γιγίνι Ἰκαρ Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yayin = ὁ ἰχθύς Γλανίς.
Σημασιολογία
Ὁ ἰχθύς Γλανὶς ὁ σίλουρος (Glanis silurus), τῆς οἰκογ. τῶν Σιλουριδῶν (Siluridae) ἔνθ᾽ ἀν Συνών. γουλιˬανός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA