γιˬαγιˬούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγιˬούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬαγιˬούλα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαγιˬὰ καὶ τῆς ὑποκορ καταλ. -ούλα.

Σημασιολογία

Θωπευτικῶς, ἡ γιαγιὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Ἔλα, γιˬαγιˬούλα μου! Γιˬαγιˬούλα μου, τί ἔχεις; σύνηθ. Ἔλα, γιˬαγιˬούλα, κάτσε νὰ ξεκουραστῇς Ἀθῆν. Γιατί gοgᾷς, γιˬαγιˬούλα; (gοgᾷς = βογγᾶς) Πελοπν. (Νεάπ.) || ᾎσμ. Γιˬαγιˬούλα, λάδι ὁ δρόμος σου, λάδι ἡ δεμοσιˬὰ σου καὶ ᾽ς τὴ δεξιὰ παράδεισο νὰ πέσῃ ἡ πλευρά σου Πελοπν. (Ἄρν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/