ἄρπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄρπα ἡ, σύνηθ. χάρπα Θρᾴκ. (Αἴν.) κ.ἀ. ἄρbα Νάξ. (Ἀπυρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ ’Ιταλ. arpa. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Ἔγχορδον μουσικὸν ὄργανον τριγωνικοῦ σχήματος παιζόμενον διὰ τῶν δακτύλων ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Παίζει τὴν ἀρbα (ἐπὶ. χωλοῦ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾎσμ. Κιˬ ἄ δὲ σ’ ἀρέσ’ ἡ κλίνη μου, πᾶμε ᾽ς τὴ gάμαρή μου, ὁπὄχω ἄρbα κιˬ ὄργανο και παίζει τὸ πουλλί μου Ἀπύρανθ. 2) Μετων. χωλὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA