βυζαρούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζαρούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βυζαρούδι τό, Κέρκ.-ΔΜπόγρ. Ἀρραβων. 43.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βυζάρι καὶ. τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούδι.

Σημασιολογία

Βυζαλιχτέριν, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ὁταν γεράσῃ κἀνένας. γίνεται πάλι παιδὶ βυζαρούδι ΔΜπόγρ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/