βύζασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βύζασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βύζασμα τά σύνηθ. βύζασμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) βύζαγμα σύνηθ. βύζαγμαν Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.) βύζαμα Εὔβ. (Ἀκρ.) Κεφαλλ. (Πάλλ.) Πελοπν. (Κόρινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βυζαίνω. Οἱ τύπ. βύζασμα καὶ βύζαμα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Θηλασμός, γαλουχία σύνηθ.: Κλαίει τὸ παιδὶ καὶ θέλει βύζαγμα. Ἡ γυναῖκα εἶναι ἀδύνατη ἀπὸ τὸ βύζασμα σύνηθ. Συνων βυζασμὸς 2) Μετωνυμ. τὸ θηλάζον βρέφος Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) 3) Μεταφ. ἡ διαρκὴς οἰκονομικὴ ἀπομύζησις προσώπου τινὸς Λεξ. Δημητρ.: Αὐτὴ τοῦ κάνει γερὸ βύζαγμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA