ἁρπαγὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπαγὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρπαγὴ ἡ, λόγ. σύνηθ. ἁρπαὴ Κύπρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἁρπαγή.
Σημασιολογία
Βιαία ἀφαίρεσις ξένου πράγματος, λήστευσις ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Εἶνι τ᾿ς ἀρπαῆς ἄνθρουπους (ἅρπαξ, πλεονέκτης) Αἰτωλ. || Ποίημ. ’Εβασίλευε ἡ βία, | ἡ ἁρπαγὴ κιˬ ὁ σκοτωμὸς ΔΣολωμ. 79. Συνών. ἁρπαγία, ἄρπαγμα 1, ἁρπαγμὸς 1, ἁρπαγουνιˬά, ἁρπαξιˬά, ἁρπαχτουλλᾶς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA