γιˬαγκίνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγκίνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαγκίνι τὸ, Βιθυν. (Κουβούκλ.) Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἰων. (Βουρλ. Κάτω Παναγ. Κρήν. Πέργαμ. Σμύρν. Κάσ. Πελοπν. (Στεμν. κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) - Κ. Παλαμ. Καημοὶ λιμνοθάλ., 12 Σ. Σκίπ. εἰς Ν. Ἑστ. 17(1935( 228 γιˬαγκί᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ. Πάργ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αὐδήμ.) Κύπρ. Μακεδ. (Δρυμ. Θεσσαλον. Νιγρίτ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Μαρμαρ.) κ.ἀ. γιˬαgίνι Κρήτ. (Πλάκ. Σφακ. κ.ἀ. Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Νεάπ.) γιˬαgί᾽ Α. Ρουμελ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Μαδυτ. Σκοπ. Λῆμν (Πλάκ. κ.ἀ.) Πάρ. Σάμ. (Μαραθόκ.) Τῆν. γιˬαγκίνιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬαgίμι Σύμ. γιάγκιν᾽ Μακεδ. (Κοζ.) γιαgλίν Τῆν. (Κώμ) γιˬαγκούνιν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) γιˬαγκούν’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yangin = πυρκαϊά.
Σημασιολογία
1) Πυρκαϊά Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. (Κουβουκλ.) Ἤπ. (Πάργ.) Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ. Αὐδήμ. Μάδυτ. κ.ἀ.) Ἰων. (Περγαμ.) Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. Λῆμν Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Δρυμ. Θεσσαλον. Κοζ. Νιγρίτ.) Πάρ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) Σύμ. Τῆν. (Κώμ. κ.ἀ.) : Τὸ σβῆσαν τὸ γιˬαγκί᾽ Ἀρτάκ. Κουσιάτι, γιˬαγκί᾽! (κουσιᾶτι = τρέξατε) Δρυμ. Ἐγεν᾽τον ᾽γιˬαγκούν᾽ καὶ ἐκαγανε δέκα ὀσπίτ Τραπ Π᾽λάει, γιˬαγκίνι ᾽ένεται, μωρέ, π᾽λαήτενα! (τρέξε, γίνεται φωτιά, μωρέ, τρέξετε) Κουβούκλ. || ᾎσμ. Πῶς νά ᾽ταν, πῶς νὰ γένουνταν γιˬαγκί᾽ς τὴν γειτονιˬά σου, ὅλοι νὰ τρέχουν᾽ς τοὺ γιˬαγκί᾽ κ᾽ ἰγὼ τὴν ἀγκαλιˬά σου Νιγρίτ. 2) Μεταφ., ἡ ἐρωτικὴ φλόγα, ὁ σφοδρὸς ἔρωτας Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Πάργ. κ.ἀ.) Θρᾴκ (Σκοπ. κ.ἀ. Ἰων. (Βουρλ. Κάτω Παναγ. Κρήν. Σμύρν. Κρήτ (Πλάκ. κ.ἀ.) Κύπρ. Λῆμν. )Πλάκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Στεμν. κ.ἀ,) Προπ. (Μαρμαρ.) Τῆν.- Κ. Παλαμ., Καημοὶ λιμνοθάλ., ἔνθ᾽ ἀν. Σ. Σκίπη εἰς Ν. Ἑστ. ἔνθ᾽ ἀν.: Μ᾽ ἄναψις γιαgίν᾽μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ gαρδιά μ᾽ Τῆν. || ᾌσμ. Ἔλα νὰ σὲ φιλήσω, μελαχρινούλα μου, νὰ σβήσω τὸ γιˬαgίνι πὄ᾽ ἡ καρδούλα μου Σκοπ. Δέdρη, παραμερίσετε, φίλοι μου, τραυηχτῆτε, γιˬαgίνι ἔχω᾽ς τὴ gαρδιˬά, μὴ dύχῃ καὶ καῆτε Κρήτ. Τὰ μάθιˬα σου ᾽ταν ἀφορμὴ κ΄ ἐbῆκα ᾽ς τὸ γιαgίνι καὶ καίγομαι, ὡς καίγεται ἡ πέτρα ᾽ς τὸ καμίνι αὐτόθ. ᾽Σ ἕνα γιˬαgίνι καίγουμι, σὶ μιˬὰ φουτιˬὰ μιγάλη, τρέξ᾽τι νᾶ πάρ᾽τι τὴ φουτιˬὰ, νὰ μὴ gαγοῦνι κι ἄλλοι Λῆμν. Γιˬαγκίνι ἔχω᾽ς τὴν καρδιά, φυσᾶ ἀγέρας κι ἅφτει, ἐγὼ σοῦ λέγω κάβομαι καὶ σὺ μοῦ λὲς δὲ βλάφτει Βουρλ. Τὰ είλη της ἐκάβουνταν ᾽ποὺ τὸ πολὺν γιˬαγκίνιν, γιˬατὶ μέσ᾽ ᾽ς τὴν καρδούλ-λαν της ἄναφτεν σὰν καμίνιν Κύπρ. || Ποίημ Μοῦ τρώει γιαγκίνι τὴν καρδιˬὰ καὶ τὸ κορμὶ μαράζι Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἴχ! πῶς τὸ ντέρτι του ξεσπάζει καὶ τὸ γιˬαγκίνι του σκορπᾷ! Γιˬὰ τὴ Σταμάτα ἔχει μαράζι ποὺ ἔνεαν ἱππέαν ἀγαπᾶ Σ. Σκίπ. ἔνθ᾽ ἀν. β) στενοχώρια, καημὸς Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Σφακ.).: Ἔχου μιγάλου γιˬαγκί᾽ Ζαγόρ. Βάλε ὀbρος τσὶ καὶ τσὶ bροσταρόκριγιˬους μὲ τὰ κουδούνιˬα, νὰ τσὶ καμαρώσω μιˬὰ ᾽ουλιˬὰ ποὺ τό ᾽χω γιˬαgίνι (μιˬὰ ᾽ουλιˬὰ = ὀλίγον) Σφακ. γ) Συμφορὰ Πάρ. Τῆν. (Κώμ. κ.ἀ) : Γιˬαgίνι μ᾽ ἄναψες! Πάρ. δ) Ὑψηλὸς πυρετὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) ε) Ὁ θυμωμένος ἄνθρωπος Πελοπν. (Νεάπ.) : Πείσμωσε κ᾽ ἔγινε γιˬαgίνι Συνών. φρ. Ἔγινε Τοῦρκος! στ) Ὁ μεθυσθεὶς Πελοπν. (Νεάπ.) : ᾎσμ. Ἡ Γαρ᾽φαλιὰ ἐμέθυσε καὶ γίνηκε γιˬαgίνι, ᾽ς τὸ σπὶτι της τὴ bἠγανε μ᾽ ἔνα παλιˬοκιλίμι Συνών. φρ. Ἔγινε τύφλα, σκνῖπα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA