ἅρπαγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅρπαγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἅρπαγμα τό, Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. ἄρσις) Περίδ. Βυζ. ἅρπαμα Ζάκ. Μεγίστ. κ.ἀ. ἅρπαγμαν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἅρπαμαν Κύπρ. ἅρπασμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἁρπαμᾶς ὁ, Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἁρπάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. παρ’ ᾧ καὶ ἅρπασμα.

Σημασιολογία

1) Ἡ μετὰ βίας καὶ ὁρμῆς ἀφαίρεσις ἀντικειμένου τινός, ἁρπαγὴ Ζάκ. Κύπρ. Μεγίστ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) -Λεξ. Γαζ. Περίδ. Βυζ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπαγή. β) Τὸ νὰ συλλάβῃ τις ἀντικείμενόν τι., οἷον σφαῖραν ἐν παιδιᾷ μετέωρον οὖσαν κττ. Πόντ. (Κερασ.) 2) Προσβολὴ ὑπὸ νοσήματος Πόντ. (Κερασ.) 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἁρπαμᾶς ὁ, νόθον τέκνον Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/