γιˬαγλήδικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγλήδικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬαγλήδικος ἐπίθ. Ἰων. (Μπουρνόβ.) Κρήτ. Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. Μῆλ. Πελοπν. (Πάτρ.) Σύμ. - Γ. Ψυχάρ., Ἁγνή, 136. Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 278 γιˬαγλήδ᾽κους Θρᾴκ. (Μαδυτ. κ.ἄ.) Λῆμν. ᾽ιˬαγλήδικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ πληθ. γιˬαγλῆδες τοῦ ἐπιθ. γιˬαγλῆς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) Λιπαρός, παχύς, άρτυμένος διὰ λιπαρᾶς οὐσίας Θράκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Ἰων. (Μπουρνόβ.) Κρήτ. Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. Μῆλ. Πελοπν. (Πάτρ.) : Γιˬαγλήδικο τερὶ Μεγίστ. Θὰ κάτσω νὰ φάω, ἄν ἔχετε γιˬαγλήδικο κρέας κιˬ ὄχι βραστὸ Μῆλ. Ἔκαμε μελιτζάνες γιˬαγλήδικες Ἰων. (Μπουρνόβ.) β) Ἐπὶ ἐδέσματος, νόστιμος, εὐγεστος Λῆμν. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παρ.: Αὐτὸ τὸ φαΐ, βρὲ γυναῖκα, εἶναι γιˬαγλήδικο Πάρ. Ἰαγλήδικὸ ᾽τονε τὸ φαῒ μας ἀπόψε κ᾽ ἤφαα κ᾽ εὐχαριστήθηκα Ἀπύρανθ. Ἄν εἶναι τὸ φαΐ γιˬαγλήδικο κιˬ ἄν ὑπάρχῃ καὶ καλὸ γλύκυσμα, ὁ Μανόλης θὰ κάτση νὰ φάῃ, γιˬατ᾽ εἶναι λιχούδης Μῆλ. γ) Παχὺ μεῖγμα ἀσβέστου ἢ τσιμέντου μεθ᾽ ὕδατος Κῶς (Πυλ.) : Κάμε λάσπη γιˬαγλήδικια 2) Μεταφ., χαριτωμένος, πρόσχαρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἰαγλήδικο ᾽ναι τὸ κοπεάκι σου, μάτι νὰ μὴ dὸ πιˬάση! β) Ἄσεμνος, χονδρός, ἀστεῖος λόγος Σύμ. Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐρκίνηξε bάλε ἡ Ταρσία τὰ γιˬαγλήδικα της (Ταρσία = Θηρεσία) Σύμ. Κάτι τέτο͜ια καὶ παρόμοια, κάτι γιˬαγλήδικα κ᾽ ἐρωτιˬάρικα δὲν τὰ ἤθελε ἡ κόρη Γ. Ψυχάρ., Ἀγνὴ2, 136 Ἔφτανε νὰ ξεστομίσουνε ἀμέσως τίποτε γιˬαγλήδικο, χοντρό...καὶ δρόμο! Γ. Ψυχάρ., Τὰ δύο άδέρφ., 278.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/