βυζασταρούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζασταρούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βυζασταρούδι τό, Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Κεφαλλ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,186 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 14 ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην. 55 ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 21 -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ 393 Πρω. Δημητρ. β'ζασταρούδ’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζαστάρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
Βυζαστάρι 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ξέπλεγες, τρομασμένες μαννάδες ἀναρίθμητες μὲ κουφωμένα στήθηˬα φεύγουν ᾿ς τὰ πλάγιˬα νὰ κρυφτοῦν μὲ τὰ βυζασταρούδιˬα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ κἄπου κλαίει μωρὸ παιδί, μικρὸ βυζασταρούδι, ποῦ ἡ μάννα του μ᾽ ὀλόγλυκη φωνὴ τὸ νανουρίζει ΣΠασαγιάνν’ ἔνθ’ ἀν. Γαλήνεψεν ἡ γῆ ᾿ς τὸ νεόφερτο μπροστὰ λουλούδι καὶ τοῦ χαμογελᾷ σὰ μάννα ᾿ς τὸ βυζασταρούδι ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ γρα͜ιά, ὅπως ἤμουνα, ’ς τὰ γόνατα βυζασταρούδι σὲ κρατοῦσα ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βυζαλιχτέριν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA