βυζαστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζαστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βυζαστὴς ὁ, ἀμάρτ. βυζαχτὴς Κεφαλλ. -Λεξ. Πρω Δημητρ. Θηλ. βυζάστρα σύνηθ. βυζάστρ Πόντ. β’ζάστρα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βυζάστρια Χίος -Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. Δημητρ. βυζάστρα Σύμ. β’ζάστριγιˬα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) β’ζάστιργιˬα Θρᾴκ. β’ζασταα Σαμοθρ. βυζάχτρα πολλαχ. βυζάχτρ Πόντ. β’ζάχτρα βόρ. ἰδιώμ. βυγιˬάχτρα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ βύζασα ἀορ. τοῦ ρ. βυζαίνω, ὁ δὲ βυζαχτὴς ἀπὸ τὸν ἀόρ. ἐβύζαξα. Διὰ τοὺς τύπους τῶν ἀόρ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) 287. Ὁ τύπ. βυζάστρα καὶ παρὰ Δουκ., παρ’ ὃν καὶ βυζάστριˬα. Ὁ τύπ. βυζάστιργια κατὰ μετάθεσιν τοῦ ρ. ᾿Ιδ. Σψάλτη Θρᾳκικ. 57.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀρεσκόμενος νὰ βυζαίνῃ Κεφαλλ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. β) Μεταφ. ὁ ἐπιτηδείως ἀπομυζῶν τὴν περιουσίαν άλλων Λεξ. Πρω.Δημητρ. 2) Θηλ. ἡ θηλάζουσα τὸ βρέφος γυνὴ σύνηθ.: ᾊσμ. ’Κ’ εἰς τὸ γιˬαλὸ τὴν ἔρριξε, τὴν κωπελλιˬὰ κρατίζει, πιˬάνει βυζάστρες δεκοχτώ, τσῆ μιˬᾶς τὴνε χαρίζει Κρήτ. ’Κείνη τὴ δόλιˬα Κώσταινα σύρτε τη ’ς τὸ παλάτι νὰ εἶναι βυζάστρα τῶν παιδιῶν καὶ τῶν βασιλοπούλλων Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών, βυζαλίτρ, παραμάννα. 3) Τὸ ἐξ ἐλαστικοῦ κόμμεως θήλαστρον, διὰ τοῦ ὁποίου τὰ βρέφη ἀπορροφοῦν τὸ ἐντὸς φιαλιδίου περιεχόμενον γάλα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κορινθ.) Ρόδ. Σάμ. Συνών. ρωγοβύζα, ρωγοβύζι. 4) Ὑάλινον ὄργανον, δι᾿ οὗ ἐκμυζᾶται ἀπὸ τοῦ μαστοῦ τὸ περισσεῦον μητρικὸν γάλα διὰ νὰ μὴ προξενῇ βλάβην Ἄνδρ. Τὸ θηλ. Βυζάχτρα καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA